Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ο κόκκινος φάκελος





Ήρθε σ’  έναν κόκκινο φάκελο, στο διάλειμμα μεταξύ πρώτης και δεύτερης ώρας. Φυσική και Μαθηματικά. Η καθηγήτρια της φυσικής, πενηντάρα, με δυο γάμους και δυο διαζύγια. O μαθηματικός, πενηντάρης, με ένα γάμο και ένα διαζύγιο. Αν και τόσο μούχλας, που θα μπορούσε να πετύχει το ακατόρθωτο : ένα γάμο και δυο διαζύγια. Αναρωτιόμαστε με τα κορίτσια γιατί δεν τα φτιάχνουν οι δυο τους. Ταιριαστό ζευγάρι. Ο χονδρός και η ηλίθια. Ωραία γαμήλια τελετή. Και σύντομα το διαζύγιο.

Ο κόκκινος φάκελος στο θρανίο μου ήταν αρωματισμένος. Στα 17 μου με έχουν φλερτάρει με κάθε δυνατό τρόπο. Πρόσωπο με πρόσωπο. Επιθετικά – τις νύχτες στα κλαμπ. Με σφηνάκια. Με λουλούδια του Αγίου Βαλεντίνου στο σπίτι. Να τα παραλαμβάνει η μάνα μου και να ονειρεύεται ότι προορίζονται για κείνη. Στο facebook. Στο Messenger. Στο Whats App. Ένας καραγκιόζης πρώην μου, έβαλε πέρυσι μια γυμνή φωτογραφία μου (που κακώς του είχα επιτρέψει να τραβήξει) σε μια σελίδα γνωριμιών μαζί με τον αριθμό του κινητού μου. Είχα κλήσεις ανά ένα λεπτό. Από διάφορες χώρες. Και άλλαξα αριθμό. Το μαλάκα. Ακόμη δεν θα μ’ έχει ξεπεράσει. 

Κοίταξα γύρω μου να κόψω βλέμματα, να εντοπίσω τον αποστολέα. Μπα. Αθώες φάτσες. Ουδείς ύποπτος. Είχα πάει στο Καπνιστήριο στο διάλειμμα μαζί με τη Βάλλια για δυο τρεις τζούρες στα γρήγορα. Το κυλικείο δε μας δίνει καφέ. Είμαι πρόεδρος στο δεκαπενταμελές και έχουμε ζητήσει να μας επιτρέπεται να πίνουμε. Έχουμε ισχυρά επιχειρήματα. Φέτος θα ψηφίσουμε στις εκλογές. Είναι το έτος που κλείνουμε τα δεκαοκτώ. Θα ψηφίσουμε για το Κοινοβούλιο αλλά καφέ δεν έχουμε δικαίωμα να παραγγείλουμε. Έχει την ίδια λογική με το ότι δεν μας πωλούν προφυλακτικά στο Κυλικείο. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν πηδιόμαστε κιόλας.

Έκρυψα τον κόκκινο φάκελο μέσα στο βιβλίο της φυσικής. Στο κεφάλαιο 3.4. (Πυρηνικές αντιδράσεις). Στις σελίδες 92-92. Που, σημειωτέον, είναι εκτός ύλης των πανελλαδικών εξετάσεων. Η Πυρηνική σχάση, η Πυρηνική σύντηξη και το πρόβλημα των πυρηνικών αποβλήτων. Εκτός ύλης τα πιο ενδιαφέροντα (μην και αναπτύξουμε καμιά πασιφιστική, κομμουνιστογενή αντίληψη). Μαλάκες του Υπουργείου Παιδείας. Μαλάκες.

Τον άνοιξα στο επόμενο διάλειμμα. Απλό χαρτί λευκό, μικρού μεγέθους. Όχι Α4. Μα ποιος ;
Χειρόγραφο. Με κόκκινο στιλό, μαρκαδόρο για την ακρίβεια. Με πλαγιασμένα προς τα δεξιά καλλιγραφικά γράμματα, με ενώσεις μεταξύ τους. Συμμετρικά απλωμένα στο χαρτί.

Είμαι αυτή που είμαι
Είμαι φτιαγμένη γι’ αυτό
Όταν κάνω κέφι να γελάσω
Ναι γελάω στα γερά
Άραγε είναι δικό μου λάθος
Αν δεν είναι πάντα ο ίδιος
Που αγαπώ κάθε φορά
Είμαι αυτή που είμαι
Είμαι φτιαγμένη γι’ αυτό
Τι παραπάνω θέλετε
Τι θέλετε από μένα

Είμαι φτιαγμένη για ν’ αρέσω
Και τίποτε δεν το αλλάζει
Τα τακούνια μου είναι πολύ ψηλά
Το μπόι μου είναι μια καμπύλη
Τα στήθια μου πάρα πολύ σκληρά
Τα μάτια μου πάρα πολύ κομμένα
Και ύστερα λοιπόν
Εσάς τι σας πειράζει
Είμαι αυτή που είμαι
Αρέσω σ’ όποιον αρέσω
Εσάς τι σας πειράζει
Αυτό που μου’ χει τύχει
Ναι κάποιον έχω αγαπήσει
Ναι κάποιος μ’ είχε αγαπήσει
Σαν τα παιδιά που αγαπιούνται
Απλά ξέρουν να αγαπούν
Να αγαπούν να αγαπούν…
Γιατί να με ρωτάτε
Είμαι εδώ για να σας αρέσω
Και τίποτε δεν το αλλάζει .


Ανυπόγραφο φυσικά. Με μια φράση όμως :
«για σένα το ‘γραψε ο Ζακ Πρεβέρ – γλυκό μου πλάσμα».

Χαμογέλασα. Μα ποιος

Δεν τον ήξερα τον Ζακ Πρεβέρ.
Και δεν είμαι και γλυκό πλάσμα. Ή μήπως είμαι ;

Έχω μακριά κόκκινα μαλλιά. Είμαι μάλλον ψηλή. Έχω μεγάλα μάτια. Με χρώμα γαλανό έντονο, της θάλασσας του Ιούλη. Όχι ξεβαμμένο. Ένας ασφαλιστής που βγαίναμε πέρυσι το καλοκαίρι στα κρυφά από τη γυναίκα του μ’ έλεγε Νοσφεράτου, από το δαίμονα, μ’ έβρισκε απόκοσμα όμορφη. Γενικά οι άντρες με βρίσκουν όμορφη. Είμαι. Τρελαίνονται για τις καμπύλες μου. Τους κρέμεται η γλώσσα. Λιγούρηδες παντού.

Μα ποιος μου έστειλε ένα ποίημα του Ζακ Πρεβέρ σε κόκκινο φάκελο ; δίχως αίτημα. Δίχως κανένα στοιχείο, ίχνος έστω, για να υποψιαστώ έστω ;

Το είπα στη Βάλλια και τη Στέφι στο επόμενο διάλειμμα (στο Καπνιστήριο). Τους έδειξα το φάκελο και το χαρτί. Είδα τα βλέμματά τους, περιέργεια, έξαψη και μια δόση ζήλειας. Η Στέφι τα έχει με το γυμναστή μας και θεωρεί τον εαυτό της την ωραιότερη του σχολείου, της πόλης, του κόσμου όλου. Τα έχω και εγώ λίγο με το γυμναστή μας – η Στέφι δεν το ξέρει.

Ψάχνουμε στο google με τα κινητά μας. Διαβάζουμε για τον Ζακ Πρεβέρ. Ωραίος. Λίγο αναρχικός, λίγο άθεος, λίγο είρωνας, λίγο χιουμορίστας, λίγο επαναστάτης, λίγο απ’ όλα. Και ερωτικός. Γι’ αυτό δεν τον κάνουμε στο σχολείο.

Ρωτώ τη φιλόλογό μας την τρίτη ώρα αν έχει διαβάσει Ζακ Πρεβέρ. Δεν τον έχει ακουστά. Λογικό. Μόνο τον Όμηρο ξέρει – έχουν κοινό την τυφλότητά τους – τούτη δίχως τα γυαλιά της δεν ξεχωρίζει άνθρωπο από δέντρο στα τρία μέτρα. Την ώρα που τη ρωτώ έχω τ’ αυτιά μου στραμμένα προς αυτή (δίχως προσδοκίες) και με τα μάτια διερευνώ τους συμμαθητές μου. Μα ποιος να ξέρει τον Ζακ Πρεβέρ ; Μιλάμε για ηλίθιους. Βλάκες. Ξέρουν το FIFA, το PRO, τους μπάφους, τα σπιντάκια, το youporn. Το Διαμαντίδη του Παναθηναϊκού και το Σαμαρά της Σέλτικ. Τον Κριστιάνο Ρονάλντο και το Μέσι. Ξυρίζουν τα πόδια τους οι περισσότεροι όπως οι ποδοσφαιριστές. Δεν έχουν τατουάζ γιατί φοβούνται τον πόνο οι φλώροι. Εγώ έχω τρία μέχρι στιγμής. Ένα με την Έιμυ Γουάινχαουζ στο εσωτερικό του βραχίονα μου. Ένα ρόδο χαμηλά που το βλέπουν μόνο οι εραστές μου . Και τον αριθμό 95 κάτω απ’τη μασχάλη – η χρονιά που γεννήθηκα.

Το επόμενο πρωινό κι άλλος κόκκινος φάκελος.
Όχι μόνος.
Κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Μικρό, κομμένο ψηλά – σαν από ανθόκηπο. Με τα’ αγκάθια του. Πάνω στο φάκελο, τοποθετημένο διαγώνια. Μα ποιος ρίσκαρε τόσο νωρίς να τον δουν ;
Κι άλλος Ζακ Πρεβέρ.

Τα παιδιά που αγαπιούνται

Τα παιδιά που αγαπιούνται φιλιούνται όρθια
Μπροστά στις νυχτωμένες πόρτες
Και οι περαστικοί τα δείχνουν με το δάχτυλο
Μα τα παιδιά που αγαπιούνται
Δεν είν᾽ εκεί για κανέναν
Και είναι μονάχα η σκιά-τους
Που τρέμει μέσα στη νύχτα
Φουντώνοντας το θυμό των περαστικών
Το θυμό-τους την περιφρόνησή- τους τα γέλια-τους και
τη ζήλεια-τους
Τα παιδιά που αγαπιούνται δεν είν᾽ εκεί για κανέναν
Είναι αλλού πιο μακριά κι από τη νύχτα
Πιο ψηλά κι από την ημέρα
Μέσα στο εκθαμβωτικό φως της πρώτης-τους αγάπης.

Πολύ ωραίο το βρίσκω.
Μα ποιος ;
Σκέφτομαι το γυμναστή – δε μου ‘χει δείξει να έχει τέτοιες γνώσεις ποίησης. Δεν τον λες ρομαντικό. Έχει πλάτες, είναι δυνατός – η Στέφι τον βλέπει και λιγώνεται. Αλλά είναι και λίγο ουρακοτάγκος. Χρήσιμος ηλίθιος.
Έχει και μια φράση η λευκή κόλλα. Με τα ίδια πλαγιασμένα, καλλιγραφικά γράμματα. Αυτά που χρησιμοποιούσε πριν από εξήντα χρόνια ο παππούς μου γράφοντας στη γιαγιά μου πάνω σε κομό με πένα.
«πόσο θα ήθελα να είμαστε εσύ κι εγώ…».

Μα ποιος ;

Και ύστερα πιάνω το βλέμμα του…
Ο μαλάκας.
Έπρεπε να το καταλάβω αμέσως.
Είναι χοντρός. Ψηλός. Σαν ντουλάπα. Έχει λεπτή φωνή κοριτσίστικη όταν μιλά, αναντίστοιχη με τον όγκο του. Είναι αργοκίνητος σαν υπερωκεάνιο σε λιμάνι του Αιγαίου. Είναι άθλιος, Τραγικός. Γεμάτος ακμή στη μούρη.

Του πετώ το τριαντάφυλλο και σκίζω την κόλλα σε κομματάκια.

Μαλάκα. Χοντρέ.

Προτάσσει το χέρι του λες και θα τον πονέσει το τριαντάφυλλο.

Ηλίθιε.
Ηλίθιε.
Εσύ ήσουν ;
Ηλίθιε.
Η έκφραση του μου θυμίζει την έκφραση της Βάλλιας όταν σκοτώθηκε ο αδερφός της με το παπί και το’ μαθε μπροστά μου.

Ηλίθιε.
Βάζω τα κλάμματα και τρέχω στο Καπνιστήριο.
Ηλίθιε. Χοντρέ.
Εσύ ήσουν ;
Εσύ ήσουν ;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου