Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Ο ΠΥΡΓΟΣ









I
Το διαδίκτυο είναι περίεργο πράγμα – είναι μία βιβλιοθήκη με βιβλία και όχι μόνον, που τα ράφια της εκτείνονται από εδώ μέχρι το πέρας του ουράνιου θόλου.
Πέρυσι, τέτοια εποχή, εκεί που κάνω την έρευνα μου για διοικητικές πράξεις περί επικινδύνου κτιρίων (έχουμε πολλά στη μικρή μας πόλη) πέφτω μπροστά σε ένα έγγραφο για τον Πύργο της Καλλιδρομίου.
Και λύνομαι σε γέλιο νευρικό για την τραγική ειρωνεία : η Πολεοδομία του Δήμου έχει κρίνει επικίνδυνο τον Πύργο.
Πολεοδομικά επικίνδυνο – καθώς τμήματά του αποκολλούνται και πέφτουν στα κεφάλια των διαβατών της αγαπημένης μου Καλλιδρομίου.
Χο χο χο.
Προφανώς είναι επικίνδυνος ο Πύργος – από πολλές απόψεις.
Νομίζω όμως ότι η δομική του ευστάθεια είναι το λιγότερο.
Το διαμέρισμα της Καλλιδρομίου το βρήκα κατά τύχη. Μικρό τριάρι. Με ένα υπνοδωμάτιο για εμένα κι ένα για το συγκάτοικό μου. Με κουζίνα και μπάνιο βαμμένα σε μία απίστευτη απόχρωση του πράσινου. Με το γείτονα του αποκάτω ορόφου να φέρει το εμπνευσμένο επώνυμο Καριόλης. Καλημέρα κύριε Καριόλη, η σύζυγος καλά ; Το γεγονός ότι ήταν σαράντα πέντε ετών και δεν το είχε αλλάξει μας έκανε πάντοτε να συμπεραίνουμε ότι το είχε αποδεχθεί κιόλας. Θυμάμαι το βράδυ που ο Γιαννακόπουλος έβαλε εκείνο το γκολ στην Κροάσια Ζάγκρεμπ και ο Ολυμπιακός πέρασε στους οκτώ και παραλίγο να καταρρεύσει το πάτωμα από τους πανηγυρισμούς μας. Είμαστε δέκα αφιονισμένοι γαύροι. Ήρθαν δύο ευγενικοί αστυνομικοί, περπατώντας από το Αστυνομικό Τμήμα που είναι στα εκατό μέτρα και μας έκαναν ευγενικές συστάσεις να ηρεμήσουμε. Κατόπιν πιέσεως ευγενικής μας εκμυστηρεύτηκαν ότι τους είχε καλέσει επανειλημμένως τηλεφωνικά ο κύριος Καριόλης – προφανώς επειδή ήταν βάζελος ο καημένος – δεν ήταν πράγματι καριόλης. Τον συμπαθούσαμε.
Οκτώ τετράγωνα από τη Νομική απείχε το σπίτι μου. Εξίμισι λεπτά με γρήγορο βάδισμα, δωδεκάμισι λεπτά σουλατσάροντας. Μεθώνης, Ερεσού, Δερβενίων, Αραχώβης, Βαλτετσίου, Διδότου, Ναυαρίνου, Σόλωνος. Εξάρχεια. Το κέντρο του κόσμου. Ο ομφαλός της Γης.
Μαζευόμαστε σπίτι μου μετά τα μαθήματα, ήταν το πιο βολικό. Πρέπει στα τέσσερα χρόνια να ήρθε από εκεί για λίγο ή πολύ το πενήντα τοις εκατό των φοιτητών του έτους μου. Κέντρο διερχομένων. Μία φορά στη γιορτή μου, κρεμόντουσαν από το μπαλκόνι σαν τσαμπιά από σταφύλι σεπτεμβριάτικο. Ο Καριόλης έβγαζε το κεφάλι του και κοίταζε πάνω, μία ολίγον τρελούτσικη συμφοιτήτρια μας του έριξε δήθεν κατά λάθος λίγο κρασί στο κούτελο και άρχισε να ζητά συγγνώμη με ένταση «Με συγχωρείτε κύριε Καριόλη ! Με συγχωρείτε κύριε Καριόληηηη…»  Ήταν ζουμερά χρόνια.

II
Ο Πύργος έστεκε περήφανος στα εκατόν πενήντα μέτρα από το σπίτι μου.
Επιβλητικός.
Στη βουτιά που κάνει η Καλλιδρομίου προς τη Σπύρου Τρικούπη γυρνούσες και ο Πύργος ήταν θεόρατος. Άγγιζε λες τον ουρανό, καθώς υψωνόταν κάθετα σε σημείο να τον κοιτάζεις και να νιώθεις ενόχληση στον αυχένα.
Ανεξήγητα τρομακτικός και στο φως της ημέρας.
Κάτι στην αύρα του.
Κάτι που μετέδιδε στην ατμόσφαιρα .
Κάτι πολύ αρνητικό. Σαν κακό προμήνυμα. Σαν μαύρος οιωνός.
Δεν ήταν πολύ παλιός. Κτίστηκε τη δεκαετία του 1920. Μόλις το 1965 λειτουργούσε μέσα στον Πύργο πανσιόν. Έμεναν εκεί ηθοποιοί, συγγραφείς. Και άλλοι καλλιτέχνες.
Έμενε εκεί και η Ντενίς – παλαιότερα. Στη Σοφίτα.
Η Ντενίς ήταν η Μάτα Χάρι των Εξαρχείων. Μία χυμώδης γυναίκα του Μεσοπολέμου που φρόντιζαν για τη διαβίωσή της πλούσιοι εραστές. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος είχε εραστές και στα δυο μέτωπα. Τα έφτιαξε με κάποιον αξιωματικό των SS από τη Φρουρά της Ακρόπολης το 1942. Και την πέταξε από το υψηλότερο παράθυρο του Πύργου ο Γάλλος φίλος της το 1943 όταν έμαθε για το Γερμανό. Ο Γάλλος εξαφανίστηκε, ποιος ξέρει, ίσως και σήμερα να ζει. Είχε μεγάλη άνεση οικονομική και γνωριμίες υψηλές και χρήσιμες – διέφυγε εύκολα. Μα, ποιος ξέρει τί να στοιχειώνει τα όνειρά του.
Λεπτομέρεια σημαντική για την ιστορία :
όταν πέταξε η Ντενίς φορούσε νυφικό – τη μέρα εκείνη θα παντρευόντουσαν με τον Γάλλο.
Η Ντενίς.
Νεκρή νύφη.
Ήταν χειμώνας και οι μουριές της Καλλιδρομίου είχαν κλαδευτεί – όπως κάθε χρόνο.
Είναι ογδόντα οκτώ οι μουριές. Τις μέτρησα μια φορά από περιέργεια.
Η Ντενίς προσγειώθηκε στα γυμνά κλαδιά – ένα από αυτά διαπέρασε το μάτι της. Ένα άλλο την καρδιά της. Ήταν φριχτός θάνατος.
Στήθηκαν πρόχειρα αποσπάσματα να βρουν το Γάλλο – μάταια.
Στην κηδεία της μαζεύτηκαν όλα τα Εξάρχεια.
Είναι γνωστή η ιστορία της Ντενίς του Πύργου.
Πολλοί έχουν δει το λευκό φως που εμφανίζεται τις χειμωνιάτικες νύχτες στο παράθυρο της σοφίτας  - στο ψηλότερο σημείο. Οι περισσότεροι περαστικοί αδιαφόρησαν και δεν ξανασχολήθηκαν.
Οι κάτοικοι ξέρουν.
Για χρόνια αφήνονταν λουλούδια, ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα, σ’ ένα κλαδί της μουριάς της Ντενίς, τη νύχτα της 8ης Δεκέμβρη.  Κανείς δεν ήξερε ποιος τα άφηνε εκεί – μα κανείς δεν θέλησε να το ερευνήσει κιόλας.
Την είδαμε τη Ντενίς.
Την είδαμε στ’ αλήθεια τη Ντενίς.
Την είδαμε το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου 1997.
Την είδαμε και οι τέσσερις.
Φοβάμαι πολύ.
Σήμερα ζω μόνον εγώ από τους τέσσερις.

III
Είμαστε παιδιά. Είχαμε κλείσει τα δεκαοκτώ, ο Α. είχε κλείσει τα είκοσι μάλιστα, είχε περάσει στη Νομική με την τρίτη απόπειρα στις ηλίθιες πανελλαδικές εξετάσεις και τότε στα μάτια μας φάνταζε μεγάλος – ξέρετε, άλλο δεκαοκτώ και μισό και άλλο είκοσι και πέντε μηνών, με μια απλή αναγωγή στα γεράματα κατ’ αναλογία μαθηματική είναι σαν τη διαφορά του εβδομηντάρη και του ογδονταδυάχρονου. Βέβαια και τούτο σχετικό είναι, δεν ξεχνώ ότι την ίδια μέρα που ο αγαπημένος μου σπιτονοικοκύρης έπεσε σε μία τρύπα στο πεζοδρόμιο της οδού Εμμανουήλ Μπενάκη, έσπασε το πόδι του, ήταν αδύναμος ο οργανισμός του και αφού έπαθε εμβολή πέθανε στο Λαϊκό Νοσοκομείο το ίδιο βράδυ, την ίδια εκείνη ημέρα ο Άντονι Κουίν έγινε πατέρας στα ογδόντα τρία του. Εβδομήντα ήταν ο αδικοχαμένος – τόσο γλυκός που δεν τον ξεχνώ μέχρι σήμερα.
Ο Τζόρτζ σκοτώθηκε στο Αφγανιστάν. Το 2005. Γελάστε όσο θέλετε. Έχω συμφοιτητή στη Νομική που σκοτώθηκε σε εκείνο το ρομαντικό πόλεμο για τα δικαιώματα των όμορφων μελαμψών γυναικών της  χώρας τούτης, που καταπατούσαν οι ακραίοι Ταλιμπάν. Που να το ήξερε ο Τζορτζ το βράδυ που πήγαμε στον Πύργο ότι οκτώ χρόνια αργότερα θα σκοτωνόταν σε ξένα εδάφη, στον πόλεμο. Ήταν Ελληνοαμερικανός ο Τζορτζ, είχε μεγαλώσει στην Αστόρια, οι γονείς του είχαν ένα ωραίο εστιατόριο – πέρασε στη Νομική με τη μειωμένη ύλη και την ποσόστωση των ομογενών. Μιλούσε πολύ καλά ελληνικά και διάβαζε περισσότερο από όλους μας. Έκανε μεταπτυχιακό στο Στάντφορντ. Ξεκίνησε και διδακτορικό μα δεν το πρόλαβε. Τι κρίμα που χάθηκε στα εικοσι έξι του. Ήταν εξαιρετικός νέος άνθρωπος και έφυγε από το μάταιο τούτο κόσμο ένα χρόνο πιο νέος από τον αγαπημένο του Τζιμ Μόρρισον – εξ ίσου νεότερος από την Έιμυ Γουάινχαουζ που τότε δεν γνώριζε κανείς μας.
Τι στο διάολο μας έπιασε και πήγαμε οι τέσσερις μας στον Πύργο δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω. Ευτυχώς δηλαδή γιατί δεν είμαι και  σε θέση να το κάνω. Μία νεανική χαζομάρα. Ένα ωραίο κορίτσι. Συχνά αστείος συνδυασμός. Ενίοτε μοιραίος.
Είμαστε παιδιά, όπως προείπα.
Εγώ ήμουν ο Βενιαμίν. Δεκαοκτώ ετών  και μισό ακριβώς, τη νύχτα που πήγαμε στον Πύργο. Πρωτοετείς φοιτητές, από την πρώτη μέρα στα ίδια έδρανα.  Από αυτές τις γνωριμίες που δένουν από την πρώτη στιγμή. Από την αμηχανία του πρώτου διαλείμματος. Ιστορία Δικαίου. Εισαγωγή στην Επιστήμη του Δικαίου. Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. Συνταγματικό Δίκαιο. Πλήθος ατάλαντων και βαρετών καθηγητών. Και μερικοί καθηγητές γοητευτικοί, φωτεινοί φάροι σε γκρίζα κοστούμια. Με μεράκι.
Πεντακόσιοι ογδόντα φοιτητές από τις πανελλαδικές. Πενήντα ομογενείς. Πενήντα Κύπριοι. Και άλλοι ακόμη. Την τρίτη μου μέρα στη Νομική έγινα μέλος της Ένωσης Φίλων Μπουρούντι, μιας και είχα συμφοιτητή τον Ζακαρί, από την Ουζουμπούρου, την εξωτική (κατ’ όνομα τουλάχιστον) πρωτεύουσα της χώρας αυτής. Ένα Μωσαϊκό.
Μια φορά με τον Τζορτζ, καθίσαμε και μετρήσαμε τα κορίτσια από τον κατάλογο των πρωτοετών που υπήρχε σε ντοσιέ στη Γραμματεία. Τετρακόσια πενήντα θηλυκά επί συνόλου επτακοσίων πρωτοετών περίπου. Σχεδόν δύο κορίτσια για τον καθένα μας από το έτος μας και μόνον. Θετικό πρόσημο στην αναλογία. Αρχίσαμε να αφαιρούμε σταδιακά όσους θεωρούσαμε ότι δεν ασχολούνται με το σπορ για να μεγαλώσουμε την αναλογία. Ο Τζορτζ, πριν το τέλος του πρώτου εξαμήνου είχε πάρει ότι δικαιούνταν. Εγώ είχα αφήσει πίσω το κορίτσι μου και ασχολούμουν σε θεωρητικό επίπεδο (μέχρι που με άφησε το κορίτσι μου).

IV
Και ξαφνικά εμφανίστηκε το κορίτσι που θέλαμε όλοι.
Σπανιόλα την είπε ο Κ. στην αρχή. Μελαχρινή. Άσπρο δέρμα. Ψηλή. Λεπτή. Με χάρη. Μεγάλα μαύρα μάτια. Μακρυμαλλούσα. Με καμπύλες προίκα. Με χαμόγελο που σε’ κανε να θέλεις να θυμάσαι τα 2035 άρθρα του Αστικού Κώδικα απ’ έξω μην και σου ζητήσει κάποιο – να της το πεις, να σε ανταμείψει με το χαμόγελο αυτό.
Τι πλάσμα.
Κατέβαινε τα πλατιά σκαλιά στο αμφιθέατρο Σβώλου και μας κοβόταν η ανάσα (και ενός καθηγητή μας, θυμάμαι).
Εσμεράλντα τη βάφτισε ο Α (το κανονικό δεν θα σας το πω – μπορεί να τη γνωρίζετε).
Παραμυθένιο όνομα. Μα και τούτη βγαλμένη από παραμύθι ήταν.
Την κοιτούσαμε μαγεμένοι (είναι γνωστόν ότι τα κορίτσια καταλαβαίνουν τ’ αγόρια όταν τα κοιτούν σαν χάνοι). Της άρεσε – μας το είπε αργότερα. Η φιλαυτία της και η αυτοπεποίθησή της έριχνε το ηθικό μας στα τάρταρα. Ποιος θα της πει για σινεμά. Για καφέ και τάβλι στα Εξάρχεια. Ποιος θα την πάει στην Ακρόπολη και ποιος στου Φιλοπάππου. Και κυρίως, ποιος θα την πάει στο σπίτι του το βράδυ. Με ποιον θα ξημέρωνε.
Εάν ήσουν άτυχος και καθόσουν πίσω της στις εξετάσεις, δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρωθείς. Κοβόσουν στο μάθημα. Άντε να το εξηγήσεις στον πατέρα σου αυτό. Τι να του πεις. Δεν έγραψα καλά γιατί έβλεπα μπρος μου την Εσμεράλντα. Την άκουγα. τη μύριζα. την άγγιζα άμα ήθελα, να δω εάν είναι αληθινή. Δεν υπερβάλλω. Κόπηκα στην Ιστορία του Δικαίου το Γενάρη του 1998. Καταλάβατε ποιος καθόταν μπροστά μου.
Τι πλάσμα !
Την πρώτη χυλόπιτα από την Εσμεράλντα την έφαγε ο Α. (ο νονός της).
Άδοξα, εντελώς άδοξα.
Στο φλερτ πρέπει να είσαι εγκρατής.
Πρέπει να επιτίθεσαι κατά ριπάς αλλά όχι με αιτήματα – μόνον με κομπλιμέντα.
Πρέπει η αναλογία όσων προσφέρεις με όσα ζητάς να είναι ανώτερη του 100/1 για να σπάσεις την άμυνα.
Είχα γνωρίσει έναν τρελάρα φοιτητή στο Μαθηματικό που σκεφτόταν από τότε να επινοήσει μία επιστημονικώς αποδεδειγμένη μέθοδο απόλυτης επιτυχίας του φλερτ. Θα οπτικοποιούσε με μαθηματικούς τύπους το τί πρέπει να κάνεις για να μη μπορεί ένα κορίτσι να σου πει όχι. Πόσα χαμόγελα. Πόσα γλυκόλογα. Πόσα λουλούδια. Πόσα ποιήματα. Πόσες εκπλήξεις. Πόσα δώρα. Πόσο θα την κάνεις να γελάσει. Πότε ο αριθμητής επιτρέπει να ζητήσεις κάτι. Πότε ο αριθμητής είναι πλήρης και μπορείς να ζητήσεις πολλά. Πότε ξεχειλίζει το κλάσμα και είσαι πια σε θέση να ζητήσεις τα πάντα έχοντας φοβερές και τρομερές πιθανότητες να μη μπορεί να σου πει όχι το κορίτσι. Είχα προσφερθεί να τον βοηθήσω (λόγω εύλογου προσωπικού ενδιαφέροντος για την υπό εκκόλαψη  πατέντά του). Μετά το τρίτο έτος χαθήκαμε, όμως. Ποιος ξέρει, ίσως να κατάφερε να βρει τη μέθοδο – οπότε προφανώς θα τον απήγαγαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες για να μην πέσει το όπλο σε λάθος χέρια. Μιλάμε για το απόλυτο στρατηγικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να ανατρέψει κάθε γεωστρατηγική ισορροπία. Φανταστείτε τον Πρόεδρο της Ρωσίας να φλερτάρει με βέβαιον αποτέλεσμα την Πρόεδρο της Αμερικής. Χαμός. Γι’ αυτό και ούτε είδα ούτε άκουσα γι’ αυτόν από τότε.
Ο Α. (κι ενώ μέχρι τότε έλεγε με την Εσμεράλντα μια καλημέρα, τι κάνεις, έχεις κενό, πώς είδες το μάθημα), πετυχαίνει την Εσμεράλντα στην ουρά του Κυλικείου, εκείνη του χαμογελά (όπως είπα πιο πάνω) και κείνος της λέει (κατευθείαν, ω θεοί !) «τι κάνεις σήμερα ; μου αρέσεις πολύ ! θες να έρθεις σπίτι μου απόψε ;».
Η Εσμεράλντα ψύχραιμη (έμπειρη προφανώς στο χειρισμό γοητευμένων αγοριών από τα γεννοφάσκια της) του απαντά με ανυπόφορη σοβαρότητα «σ’ ευχαριστώ πολύ. Έχω διάβασμα. Ίσως μιαν άλλη φορά»
Το πήρε τόσο στραβά ο Α. που δεν έπρεπε να αναφέρουμε τις λέξεις «ίσως», «μια», «άλλη» και «φορά» (με κανέναν τρόπο και σε κανένα συνδυασμό) μέχρι το τέλος του πρώτου έτους – οπότε και υπήρξε εκείνη η άλλη φορά, διότι η Εσμεράλντα το εννοούσε παρότι ο Α. το πήρε εντελώς αρνητικά και εν τέλει πήγε στο σπίτι του (θα σας πω τι έγινε).

V
Το βράδυ του Αγίου Νικολάου του 1997 έχουμε εργένικη συνάντηση στο σπίτι μου. Ο Κ., Ο Τζορτζ, ο Α. και εγώ. Βράζει το αίμα μας. Με κλήρο έχουν φέρει κεφτέδες απ’ το μπαρμπα-Γιάννη ο Κ. και ο Α. Με τηγανητές πατάτες. Έχουν φέρει σοκολάτες απ’ το περίπτερο. Ο Κ. καπνίζει Κάμελ άφιλτρα – ήδη από την πρώτη λυκείου. Έχουν φέρει και τρία μπουκάλια κόκκινο κρασί χύμα από την Κάβα της Μπενάκη. Πίνουμε το κρασί σε μία ώρα. Δεν είμαστε σκληραγωγημένοι στο αλκοόλ. Ο Κ. σβήνει τσιγάρα στα χέρια του – αν ζούσε σήμερα θα φαίνονταν άραγε τα σημάδια ; Ο Τζορτζ παίρνει απ’ το τηλέφωνο μου τον πατέρα του στην Αμερική και βρίζει τον Κλίντον, που έχει ψηφίσει ο πατέρας του και τα κάνει μαντάρα στη δεύτερη θητεία του – και να σκεφτείτε ότι το σκάνδαλο με τη Μόνικα Λεβίνσκι ξέσπασε δυο μήνες αργότερα. Είχε φοβερό ένστικτο ο Τζορτζ. Κάνουμε φάρσες σε όλους τους τηλεφωνικούς αριθμούς που τελειώνουν σε -69. Χτυπάμε το κουδούνι του Καριόλη μες στα μεσάνυχτα και επιστρέφουμε πάνω με βήματα γάτας στη σκάλα και πνιγμένα χαχανητά. Μέχρι να τελειώσει η βραδιά έχω καπνίσει πέντε τσιγάρα του Κ.,τα πρώτα από τα πολλά της ζωής μου μέχρι πέρυσι που το έκοψα μαχαίρι. Παίρνω τηλέφωνο το κορίτσι μου που με άφησε δυο ημέρες πριν (σ’ αυτή την ηλικία οι χωρισμοί μπορεί να συμβαίνουν ακόμη και από το τηλέφωνο δίχως δικαστικές αποφάσεις – και να είναι συναινετικοί, το ήξερα τότε, παρότι το συναινετικό διαζύγιο το διδαχτήκαμε στο επόμενο θερινό εξάμηνο).
Το κορίτσι μου δεν είναι σπίτι. Ξέρω ότι οι γονείς της εργάζονται ως αργά. Ή είναι σπίτι ; Γιατί δε το σηκώνει ;
Μαύρα φίδια ζήλειας απλώνονται στο στομάχι μου και με σφίγγουν σαν τανάλιες. Στο λαιμό μου κόμπος - σαν την θηλειά που κρεμάστηκε πριν χρόνια ο Νικόλας Άσιμος που έζησε σε τούτο το δρόμο.
Το βράδυ αυτό αποφασίσουμε να γίνουμε αδελφοποιτοί. Θυμάμαι ότι κόψαμε μ’ ένα ξυραφάκι τ’ ακροδάκτυλά μας και ενώσαμε το αίμα μας. Ούτε που μας ένοιαξε εάν μπορεί να κολλήσουμε κάτι μεταξύ μας. Ξέρετε, ο συνδυασμός του ενθουσιασμού του πρώτου καιρού της φιλίας μας, το πνεύμα μίας εργένικης βραδιάς, η ανωριμότητά μας, η αυτοκαταστροφική τάση της ηλικίας μας. Το αλκοόλ. Η Εσμεράλντα.
 Συζητούσαμε γι’ αυτή για ώρες. Όπως τα αγόρια δεν έχουν ιδέα για το πόσο ανοιχτά συζητούν τα κορίτσια μεταξύ τους για τ’ αγόρια τους έτσι και τα κορίτσια δεν γνωρίζουν πόσο μακρές είναι οι συζητήσεις των αγοριών για τα κορίτσια που επιθυμούν. Αστειευόμαστε. Αυτοσαρκαζόμαστε. Ποιός θα τα φτιάξει μαζί της. Ο Τζορτζ είναι ο πιο ωραίος. Ψηλός, γεροδεμένος, με καλοχτενισμένα μαλλιά, με αέρα. Γεννά εμπιστοσύνη. Σαν μελλοντικός σύζυγος. Ο Κ. κοντούλης, αλλά διαόλου κάλτσα. Με γρήγορη σκέψη και χιούμορ – και κάτι σκοτεινό και μυστηριώδες. Ο Α. με τα πράσινά του μάτια. Κι εγώ – μάλλον ο πιο άσχημος αλλά και ο πιο ευνοημένος απ’ όλους απ’ την τύχη – ο πατέρας μου είχε ακόμη τα τέσσερα ξενοδοχεία στην Κέρκυρα τότε και είχε διατελέσει και Υφυπουργός Τουρισμού στις αρχές της δεκαετίας  - τότε που χώρισε με τη μαμά μου για χάρη μιας κοκκινομάλλας υπαλλήλου της Βουλής. Ήταν πάντοτε αστείο στη Νομική το ότι στα κορίτσια από πλούσια σπίτια άρεσαν κατά κανόνα οι επαναστάτες με τα μακριά μαλλιά, τις μπλούζες του Τσε και τις παθιασμένες συζητήσεις για τα συλλογικά δικαιώματα και την αντίσταση σε κάθε τί το καθεστωτικό. Ενώ τα κορίτσια με λιγότερο συντηρητική προέλευση έλκονταν από πιο καλοβαλμένους οικονομικά συμφοιτητές τους. Σαν τον Τζορτζ. Κι εμένα.
Πήραμε την απόφαση να μπούμε λάθρα στον Πύργο εκείνο το βράδυ.
Βλέπετε, το ίδιο πρωινό, στο Κυλικείο της Σχολής, σε μια αυτοσχέδια παρέα που συμμετείχαμε και οι τέσσερις και κάμποσα κορίτσια και κυρίως και η Εσμεράλντα συζητήσαμε την Ιστορία της Ντενίς. Και γοητεύτηκαν τα κορίτσια για το θρύλο με το φως που αναβοσβήνει. Και πλησίαζε και η 8η του Δεκέμβρη. Και καιγόμαστε όλοι τότε για την Εσμεράλντα. Και τ’ αρσενικά όλων των ηλικιών, όταν φλέγονται από τούτη τη φωτιά, κάνουν παράτολμα πράγματα για να εντυπωσιάσουν τα θηλυκά.

VI
Το σχεδιάσαμε. Στο σπίτι υπήρχε κόφτης, πένσα, κατσαβίδια. Η πόρτα του πύργου ήταν εντυπωσιακή αλλά την είχαν ασφαλίσει μ’ ένα αστείο λουκέτο.
Το επόμενο πρωινό, μετά από γενική συνέλευση των φοιτητών που αποφάσισε κατάληψη της Σχολής (ήταν η πρώτη από πολλές που αποφασίστηκαν στα χρόνια μας) το ανακοινώσαμε και στην παρέα των κοριτσιών. Και, όπως καταλαβαίνετε, αφού το ανακοινώσαμε, έπρεπε να το κάνουμε πράξη.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1997 ήταν η πιο κρύα ημέρα στην Αθήνα – το θερμόμετρο κολλημένο στους έξι βαθμούς. Φεύγοντας από την κατάληψη, ανηφορίσαμε την Εμμ. Μπενάκη για το σπίτι μου με τα παιδιά. Στη συμβολή της με την Αραχώβης είχαν κλείσει το δρόμο μαθητές των λυκείων των Εξαρχείων που διαμαρτύρονταν για τις κτιριακές τους εγκαταστάσεις. Μερικές μαθήτριες μας πείραξαν αλλά φοβήθηκαν να έρθουν σπίτι όταν τις προσκαλέσαμε. Αγοράσαμε πέντε κιλά μανταρίνια και τα φάγαμε. Μαγειρέψαμε δυο μισόκιλα  πακέτα μακαρόνια Μίσκο νούμερο έξι και τα καταβροχθίσαμε με τριμμένο τυρί και πολύ βούτυρο. Ο Τζορτζ έφερε ένα κιλό φιστίκια Αιγίνης και τα εξαφανίσαμε. Ο Α. έφερε τα εισιτήρια για το Ολυμπιακός – Ρόζεμποργκ της επόμενης Τετάρτης.
Μόνο που την επόμενη Τετάρτη δεν πήγαμε στο Ολυμπιακό Στάδιο να δούμε το ματς – κι ας είχαμε εισιτήρια. Δεν είχαμε πια ανάμεσα μας τον Κ.
Το μικρό διαμέρισμα μου μύριζε μανταρίνια και καπνό. Ο συγκάτοικός μου γύρισε για λίγο κι έφυγε. Θα έμενε στην καινούρια του φίλη, συμφοιτήτριά του στο Πολυτεχνείο – από την Κάρπαθο, ωραία τύπισσα.
Ο Τζορτζ έφερε και ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μαζί του. Δώρο των γονιών του όταν πέρασε στο πανεπιστήμιο – μαζί με μια ωραία Κάντιλακ, που είχε αφήσει στην νέα Υόρκη. Θα πήγαινε τα Χριστούγεννα να τους δει. Εγώ στην Κέρκυρα. Ο Α. θα έμενε σπίτι του στον Πειραιά – ήταν ο μόνος Αθηναίος. Και ο Κ. θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη στη μαμά του εάν δεν του είχε συμβεί αυτό που του συνέβη.
Είδαμε μια σαχλή ταινία. Ακούσαμε ραδιόφωνο. Ο Τζορτζ τραγούδησε α καπέλα και με θηλυπρεπή φωνή το “Why do I have to fall in love with you” του Matthew Fisher που ήταν τότε φοβερό σουξέ στα ραδιόφωνα – λιώσαμε στα γέλια. Προσπαθήσαμε να βρούμε το τηλέφωνο της Εσμεράλντας στο κατάλογο, να της τηλεφωνήσουμε και να βάλουμε το τραγούδι να το ακούσει αλλά δεν το βρήκαμε. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και το είχε απόρρητο για να μην τον ενοχλούν οι πελάτες στο σπίτι. Ρίξαμε κλήρο ποιος θα της ζητήσει το τηλέφωνο κι έπεσε στον Κ. (ο Α. εξαιρέθηκε απ’ την κλήρωση λόγω της πρόσφατης χυλόπιτας). Ο Κ. δεν πρόλαβε ποτέ να της το ζητήσει.
Και τα μεσάνυχτα κινήσαμε για τον πύργο.

VII
Ήταν Δευτέρα βράδυ και τα μπαράκια της Καλλιδρομίου είχαν λίγο κόσμο.
Κανείς δεν μας είδε να ανεβαίνουμε τα πέτρινα σκαλιά.
Κανείς δεν μας είδε να κόβουμε το λουκέτο – ξεκίνησα εγώ με τον κόφτη αλλά ήθελε περισσότερη δύναμη απ’ όση φανταζόμουν και το έκανε ο Τζορτζ. Η εξώθυρα ήταν βαριά, είχε φουσκώσει από την υγρασία και χρειάστηκε ο δυνατός μας φίλος να ρίξει το βάρος του πάνω της για να τη σύρει.
Όλοι έχετε δει ταινίες με κτίρια που μένουν χρόνια κλειστά.
Όμως η εικόνα δε μπορεί να μεταδώσει τη μυρωδιά.
Ούτε τη στυφή, βαριά ατμόσφαιρα.
Θυμάμαι ότι έκανε περισσότερο κρύο μέσα στον Πύργο απ’ ότι έξω, στην πιο κρύα νύχτα του 1997.
Ένας προθάλαμος  . Και ένας τεράστιος χώρος, ψηλοτάβανος, με πέτρινο τζάκι. Με έναν ευμεγέθη πίνακα που έμοιαζε με τη Σφαγή του Ολοφέρνη. Το κομμένο κεφάλι, πολύ τρομαχτικό στο φως του φακού του Κ. Δυο τρεις σύριγγες του ενός ml – αυτές της ηρωίνης. Ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. Μια κουβέρτα καμηλό. Εντυπωσιακά ξύλινα παλιά έπιπλα. Πολύ παλιά. Κομμό και μπουφέδες. Μια τεράστια τραπεζαρία. Κηροπήγια.
Κουράδες από ποντίκια. Ήταν ο πρώτος ήχος που ακούσαμε εκεί μέσα και μας έκανε να αντιληφθούμε την απόκοσμη ησυχία που επικρατούσε. Τα ποντίκια.
Θυμάμαι τα πρώτα Χριστούγεννα που γύρισα στην Κέρκυρα, δεκαπέντε ημέρες μετά τη νύχτα του Πύργου. Ο ύπνος μου είχε διαταραχτεί αμετάκλητα εκείνο το βράδυ. Ακόμη δεν έχω λύσει το πρόβλημα. Είναι μόνιμοι οι μαύροι κύκλοι στα μάτια μου. Τις πρώτες νύχτες στην Κέρκυρα, μετά από τρεις μήνες στο διαμέρισμα της Καλλιδρομίου, εκτός από τη Ντενίς δε με άφηνε να κοιμηθώ ούτε η ησυχία. Είχα συνηθίσει το θόρυβο των αυτοκινήτων της Χαριλάου Τρικούπη και της Ιπποκράτους. Κάτι μου έλειπε. Ή ίσως η ησυχία στο σπίτι μου δίπλα στο Νέο Φρούριο, πάνω στο βράχο και μακριά από πολυσύχναστες οδούς, μου θύμιζε τούτη την απόκοσμη ησυχία του Πύργου.
 Ο πρώτος ήχος που έσπασε τη σιγή (και τη δική μας σιγή, καθώς ελαφροπατούσαμε λες και φοβόμαστε μη μας φέρει ο Καριόλης την αστυνομία) ήταν το σύρσιμο των ποντικιών στο επάνω πάτωμα. Στόλος ποντικιών, όχι απλώς συμμορία.
Στο φλας της μηχανής του Τζορτζ η μεγάλη αίθουσα φαινόταν από τη μια γεμάτη και ζωντανή, λόγω των πολλών και βαριών επίπλων και από την άλλη, πώς να το διατυπώσω, πολύ ν ε κ ρ ή.
Η εναλλαγή του φωτός έκανε το σκοτάδι ακόμη πιο μαύρο. Παρότι συνηθίσαμε, συνεχίσαμε να μην βλέπουμε. Αγριευτήκαμε. Ο Κ. είπε στον Τζορτζ να σταματήσει επιτέλους να βγάζει φωτογραφίες (ήταν η πρώτη φορά στους δυο μήνες της φιλίας μας που τον άκουσα να μιλά απότομα – και η τελευταία).
Ο φακός, ενώ ήταν δυνατός, λες και είχε χάσει τη δύναμη του. Οι μπαταρίες του ήταν καινούριες, τις είχα πάρει εγώ από το περίπτερο κάτω απ’ το σπίτι μου.
Ανεβήκαμε μια ξύλινη σκάλα για τον επάνω όροφο. Άδειος. Ένας κεντρικός διάδρομος, πολλά δωμάτια αριστερά και δεξιά, προφανώς διαμορφωμένος απ’ όταν ο Πύργος λειτουργούσε ως Πανσιόν.
Κάποια ίχνη μόνον από άστεγους. Υπήρχαν και τότε άστεγοι στην Αθήνα, πολύ λιγότεροι από σήμερα.  Καθόλου έπιπλα, κρεβάτια, κομοδίνα, αμπαζούρ. Ο Τζορτζ δεν είχε τίποτε να φωτογραφίσει.
Πήγα σε ένα παράθυρο. Έσπρωξα τη βαριά μπορντό κουρτίνα στο πλάι.
Η θέα σου έκοβε την ανάσα. Τότε μόνον συνειδητοποίησα πόσο ψηλά είμαστε. Δεξιά ο Λόφος του Στρέφη. Αριστερά η άπλα του Λεκανοπεδίου. Μέχρι τον Πειραιά. τη θάλασσα. Λες και είμαστε στην κορυφή του Λυκαβηττού.
Και τότε ακούσαμε το τραγούδι.

VIII
Χαμηλόφωνα.
Από τη Σοφίτα σίγουρα.
Στα γαλλικά.
Κανείς μας δεν ήξερε γαλλικά – τα δικά μου του σχολείου ήταν πιο φτωχά και από ζητιάνο της Σταδίου.
Τέσσερις στίχοι πρέπει να ήταν. Κανείς δεν κατάλαβε λέξη. Ο Κ. ίσως άκουσε “amour”. Δεν ήταν όμως καθ’ όλου σίγουρος.
Κοιταχτήκαμε στο λίγο φως που έμπαινε από το παράθυρο.
Ανατριχιάσαμε.
Χτυποκάρδι.
Τί ήταν αυτό.
Τί ήταν αυτό.
Είχαμε σχεδιάσει να παίξουμε με το φακό – να αναπαραστήσουμε το θρύλο, να γίνουμε το φως που τρεμοσβήνει στο παράθυρο της Σοφίτας.
Το φως της Ντενίς.
Μας κόπηκε κάθε τέτοια διάθεση.
Ήταν ο Τζορτζ που αποφάσισε να ανέβει. Ο Κ. δεν ήθελε. Εγώ το σκεφτόμουν. Ο Α. δεν πήρε θέση.
Η σκάλα για τη σοφίτα ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Πολύ στενή και στριφογυριστή. Τρία σκαλιά έλειπαν. Ο Τζορτζ έδωσε το χέρι του σε όλους. Η δύναμη του μας έδωσε θάρρος.
Στον προθάλαμο σταθήκαμε.
Αφουγκραστήκαμε.
Εγώ έκανα την πρώτη αρνητική σκέψη για την Εσμεράλντα, που για το χατίρι της είμαστε εδώ.
Απόλυτη ησυχία.
Ούτε καν τα ποντίκια.
Ο Τζορτζ παράτησε τη μηχανή και πήρε τον φακό στα χέρια του. Έσπρωξε την πόρτα. Το τρίξιμο της ακόμη το θυμάμαι. Από τότε τινάζομαι στο άκουσμα κάθε πόρτας που τρίζει. Στο σπίτι μου απέλυσα πέρυσι την οικιακή βοηθό διότι ξεχνούσε να περνά με λάδι τις μπερτουέλες.
Η εικόνα της Σοφίτας ήταν τρομαχτική.
Ήταν σαν να ζει κάποιος μέσα.
Στο μεγάλο κρεβάτι τα σκεπάσματα ήταν αναστατωμένα.
Μύριζε κερί.
Και γυναικείο βαρύ άρωμα κανέλλας.
Και κάτι αδιόρατο, πολύ άσχημο.
Στον καθρέφτη της τουαλέτας φαινόντουσαν δαχτυλιές.
Ο Κ. ακούμπησε τα σεντόνια.
Και είπε : «είναι ζεστά».
Ο φακός άρχισε να τρεμοσβήνει – μα σταθεροποιήθηκε.
Έκανε ακόμη περισσότερο κρύο εδώ μέσα.
Τα παραθυρόφυλλα ήταν ανοιχτά.
Τα τζάμια ήταν ανοιχτά.
Ο Α. τα είδε.
Παρατήρησα (με φωνή τρεμάμενη, ομολογώ) ότι δεν ακούγεται ο θόρυβος των αυτοκινήτων παρότι είναι ανοιχτά.
Είναι ψηλά εδώ, είπε ο Τζορτζ – μα το ‘ ξερε και ο ίδιος ότι ήταν λάθος. Και στο Λυκαβηττό τ’ ακούς.
ο Κ. ζήτησε να φύγουμε.
Ο Τζορτζ κοίταξε απ’ το παράθυρο.
Στο φως της αθηναϊκής νύχτας το περίγραμμα του γεροδεμένου φίλου μας.
Χαμήλωσε το κεφάλι και κοκάλωσε. Ψέλλισε ένα «ω».
Ένα παράξενο πράγμα την ίδια στιγμή.
Ανάμεσά μας σύρσιμο από ποντίκια.
Μα, μόνο σύρσιμο.
Κανείς μας δεν είδε ποντίκι.
Κανένας δεν ένιωσε κάτι, ένα βιαστικό άγγιγμα στα μπατζάκια του παντελονιού του.
Όλοι το ακούσαμε.
Ενστικτωδώς όλοι πήγαμε προς το παράθυρο. Προς το φώς ; Προς τον Τζωρτζ ;
 Δεν ξέρω.
Και κείνος μας είπε με βαθιά φωνή :
«Δείτε».
Περιμέναμε ότι θα δούμε ίσως το φως της Ντενίς αιωρούμενο να τρεμοσβήνει.
Δεν είμαστε προετοιμασμένοι.
Πολλά μέτρα κάτω από εμάς.
Πολύ μακριά αλλά και πολύ κοντά συγχρόνως.
Στη μουριά.
Η Ντενίς.
Το ολόλευκο νυφικό της.
Η στάση του σώματος της.
Κλαδιά να εξέχουν.
Όλοι το είδαμε.
Το ορκίζομαι.
Όλοι το είδαμε.
Δεν πιστεύω σε θεούς και δαίμονες.
Αλλά αυτό το πράγμα όλοι το είδαμε.
Ο ψυχολόγος μου ποτέ δε μου έλυσε το πρόβλημα.
Κανείς μας δεν το ξεπέρασε.
Ήταν η Ντενίς.
Ο Κ. άρχισε να τρέχει προς τη σκάλα.
Όλοι ξοπίσω του.
Ακόμη και ο Τζορτζ.
Ακόμη και ο Τζορτζ.
Τί ήταν αυτό.
Τί ήταν αυτό.
Τρέχαμε μέχρι το σπίτι μου.
Τόλμησα, με τα πόδια στους ώμους να κοιτάξω πίσω.
Προς τη μουριά.
Τίποτε.
Δεν υπήρχε τίποτε.
Τί ήταν αυτό.
Τί ήταν αυτό.

IX
Τον Κ. τον βρήκε στο δωμάτιό του η ξαδέρφη του που είχε κλειδί.
Το πρωινό της Τετάρτης, 10 Δεκεμβρίου του 1997.
Νεκρό στο κρεβάτι.
Δεν σήκωνε το τηλέφωνο.
Ήταν εκείνος που καθώς φεύγαμε σαν φοβισμένα κουνέλια απ’ τον Πύργο πέταξε την ιδέα να πάμε στο Αστυνομικό Τμήμα. Και απορρίψαμε. Τι να τους πούμε ;
Στην είσoδο της πολυκατοικίας μου συναντήσαμε τον Καριόλη – μας κοίταξε με ενοχλημένη έκφραση.
Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε όλοι στο σπίτι μου.
Μα δεν κάναμε καθόλου φασαρία.
Δεν είχαμε πιει.
Αλλά όλοι είχαμε δει αυτό που είχαμε δει.
Τί ήταν αυτό.
Τί ήταν αυτό.

Χ
Είπαν ότι ο Κ. έπαθε καρδιακή ανακοπή στον ύπνο του. Σε λίγες ημέρες έκλεινε τα δεκαεννιά. Δεν είχε ιατρικό ιστορικό. Οι γιατροί είπαν ότι αυτά συμβαίνουν καμιά φορά. Η κακιά στιγμή.
Τη βραδιά που η σορός του μεταφερόταν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, ο δήμαρχος Αβραμόπουλος οργάνωνε φιέστα στην πλατεία Συντάγματος, για το υψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ευρώπη. Την ίδια βραδιά ο Ολυμπιακός ήρθε ισοπαλία με τη Ρόζεμποργκ στο ΟΑΚΑ αλλά δεν είδαμε το ματς. Ταξιδέψαμε κι εμείς στη Θεσσαλονίκη.
Δεθήκαμε με τον Τζορτζ και τον Α.
Υπήρξαν οι καλύτεροι φίλοι που είχα μέχρι σήμερα.
Παντρεύτηκα την αδερφή του Τζορτζ.
Έχουμε δύο παιδιά – ζούμε στην Κέρκυρα.
Ο Τζορτζ τα έφτιαξε στο δεύτερο έτος με την Εσμεράλντα (αν και ο πρώτος που κοιμήθηκε μαζί της ήταν ο Α. το καλοκαίρι του πρώτου έτους, μετά από μια ωραία ταινία σε θερινό σινεμά και κάμποσα ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα στο φεγγαρόφως).
Ήταν πολύ αγαπημένοι.
Σήμερα, οκτώ χρόνια απ’ όταν χάθηκε στο Αφγανιστάν, η Εσμεράλντα είναι ακόμη μόνη. Δεν το έχει ξεπεράσει. Είναι απίθανα όμορφη ακόμη και στη θλίψη της.
Μας τηλεφώνησε χθες. Μίλησε με τη γυναίκα μου. Της είπε για τον Α.
Τον χτύπησε αυτοκίνητο στην Πανεπιστημίου. Πέρασε βιαστικά το δρόμο – πήγαινε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Αγχωμένος. Ήταν ανερχόμενος δικηγόρος τα 34 του.
Με τον καιρό είχαμε σταματήσει να λέμε την ιστορία.
Δεν μας πίστευαν.
Μας κοίταζαν περίεργα στα μάτια, εάν κοροϊδεύουμε ή εάν έχουμε εγκεφαλική βλάβη μεταδοτική.
Συνέχισα να μένω στην Καλλιδρομίου αλλά ποτέ δεν πέρασα το όριο της με τη Ζωοδόχου Πηγής.
Ήταν το νέο για τον Α. που με έκανε να εξομολογηθώ την ιστορία μας.
Έμεινα τελευταίος, βλέπετε.
Κάποιος έπρεπε να σας την πει.
Πριν είναι αργά για να ειπωθεί. 








Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ο κόκκινος φάκελος





Ήρθε σ’  έναν κόκκινο φάκελο, στο διάλειμμα μεταξύ πρώτης και δεύτερης ώρας. Φυσική και Μαθηματικά. Η καθηγήτρια της φυσικής, πενηντάρα, με δυο γάμους και δυο διαζύγια. O μαθηματικός, πενηντάρης, με ένα γάμο και ένα διαζύγιο. Αν και τόσο μούχλας, που θα μπορούσε να πετύχει το ακατόρθωτο : ένα γάμο και δυο διαζύγια. Αναρωτιόμαστε με τα κορίτσια γιατί δεν τα φτιάχνουν οι δυο τους. Ταιριαστό ζευγάρι. Ο χονδρός και η ηλίθια. Ωραία γαμήλια τελετή. Και σύντομα το διαζύγιο.

Ο κόκκινος φάκελος στο θρανίο μου ήταν αρωματισμένος. Στα 17 μου με έχουν φλερτάρει με κάθε δυνατό τρόπο. Πρόσωπο με πρόσωπο. Επιθετικά – τις νύχτες στα κλαμπ. Με σφηνάκια. Με λουλούδια του Αγίου Βαλεντίνου στο σπίτι. Να τα παραλαμβάνει η μάνα μου και να ονειρεύεται ότι προορίζονται για κείνη. Στο facebook. Στο Messenger. Στο Whats App. Ένας καραγκιόζης πρώην μου, έβαλε πέρυσι μια γυμνή φωτογραφία μου (που κακώς του είχα επιτρέψει να τραβήξει) σε μια σελίδα γνωριμιών μαζί με τον αριθμό του κινητού μου. Είχα κλήσεις ανά ένα λεπτό. Από διάφορες χώρες. Και άλλαξα αριθμό. Το μαλάκα. Ακόμη δεν θα μ’ έχει ξεπεράσει. 

Κοίταξα γύρω μου να κόψω βλέμματα, να εντοπίσω τον αποστολέα. Μπα. Αθώες φάτσες. Ουδείς ύποπτος. Είχα πάει στο Καπνιστήριο στο διάλειμμα μαζί με τη Βάλλια για δυο τρεις τζούρες στα γρήγορα. Το κυλικείο δε μας δίνει καφέ. Είμαι πρόεδρος στο δεκαπενταμελές και έχουμε ζητήσει να μας επιτρέπεται να πίνουμε. Έχουμε ισχυρά επιχειρήματα. Φέτος θα ψηφίσουμε στις εκλογές. Είναι το έτος που κλείνουμε τα δεκαοκτώ. Θα ψηφίσουμε για το Κοινοβούλιο αλλά καφέ δεν έχουμε δικαίωμα να παραγγείλουμε. Έχει την ίδια λογική με το ότι δεν μας πωλούν προφυλακτικά στο Κυλικείο. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν πηδιόμαστε κιόλας.

Έκρυψα τον κόκκινο φάκελο μέσα στο βιβλίο της φυσικής. Στο κεφάλαιο 3.4. (Πυρηνικές αντιδράσεις). Στις σελίδες 92-92. Που, σημειωτέον, είναι εκτός ύλης των πανελλαδικών εξετάσεων. Η Πυρηνική σχάση, η Πυρηνική σύντηξη και το πρόβλημα των πυρηνικών αποβλήτων. Εκτός ύλης τα πιο ενδιαφέροντα (μην και αναπτύξουμε καμιά πασιφιστική, κομμουνιστογενή αντίληψη). Μαλάκες του Υπουργείου Παιδείας. Μαλάκες.

Τον άνοιξα στο επόμενο διάλειμμα. Απλό χαρτί λευκό, μικρού μεγέθους. Όχι Α4. Μα ποιος ;
Χειρόγραφο. Με κόκκινο στιλό, μαρκαδόρο για την ακρίβεια. Με πλαγιασμένα προς τα δεξιά καλλιγραφικά γράμματα, με ενώσεις μεταξύ τους. Συμμετρικά απλωμένα στο χαρτί.

Είμαι αυτή που είμαι
Είμαι φτιαγμένη γι’ αυτό
Όταν κάνω κέφι να γελάσω
Ναι γελάω στα γερά
Άραγε είναι δικό μου λάθος
Αν δεν είναι πάντα ο ίδιος
Που αγαπώ κάθε φορά
Είμαι αυτή που είμαι
Είμαι φτιαγμένη γι’ αυτό
Τι παραπάνω θέλετε
Τι θέλετε από μένα

Είμαι φτιαγμένη για ν’ αρέσω
Και τίποτε δεν το αλλάζει
Τα τακούνια μου είναι πολύ ψηλά
Το μπόι μου είναι μια καμπύλη
Τα στήθια μου πάρα πολύ σκληρά
Τα μάτια μου πάρα πολύ κομμένα
Και ύστερα λοιπόν
Εσάς τι σας πειράζει
Είμαι αυτή που είμαι
Αρέσω σ’ όποιον αρέσω
Εσάς τι σας πειράζει
Αυτό που μου’ χει τύχει
Ναι κάποιον έχω αγαπήσει
Ναι κάποιος μ’ είχε αγαπήσει
Σαν τα παιδιά που αγαπιούνται
Απλά ξέρουν να αγαπούν
Να αγαπούν να αγαπούν…
Γιατί να με ρωτάτε
Είμαι εδώ για να σας αρέσω
Και τίποτε δεν το αλλάζει .


Ανυπόγραφο φυσικά. Με μια φράση όμως :
«για σένα το ‘γραψε ο Ζακ Πρεβέρ – γλυκό μου πλάσμα».

Χαμογέλασα. Μα ποιος

Δεν τον ήξερα τον Ζακ Πρεβέρ.
Και δεν είμαι και γλυκό πλάσμα. Ή μήπως είμαι ;

Έχω μακριά κόκκινα μαλλιά. Είμαι μάλλον ψηλή. Έχω μεγάλα μάτια. Με χρώμα γαλανό έντονο, της θάλασσας του Ιούλη. Όχι ξεβαμμένο. Ένας ασφαλιστής που βγαίναμε πέρυσι το καλοκαίρι στα κρυφά από τη γυναίκα του μ’ έλεγε Νοσφεράτου, από το δαίμονα, μ’ έβρισκε απόκοσμα όμορφη. Γενικά οι άντρες με βρίσκουν όμορφη. Είμαι. Τρελαίνονται για τις καμπύλες μου. Τους κρέμεται η γλώσσα. Λιγούρηδες παντού.

Μα ποιος μου έστειλε ένα ποίημα του Ζακ Πρεβέρ σε κόκκινο φάκελο ; δίχως αίτημα. Δίχως κανένα στοιχείο, ίχνος έστω, για να υποψιαστώ έστω ;

Το είπα στη Βάλλια και τη Στέφι στο επόμενο διάλειμμα (στο Καπνιστήριο). Τους έδειξα το φάκελο και το χαρτί. Είδα τα βλέμματά τους, περιέργεια, έξαψη και μια δόση ζήλειας. Η Στέφι τα έχει με το γυμναστή μας και θεωρεί τον εαυτό της την ωραιότερη του σχολείου, της πόλης, του κόσμου όλου. Τα έχω και εγώ λίγο με το γυμναστή μας – η Στέφι δεν το ξέρει.

Ψάχνουμε στο google με τα κινητά μας. Διαβάζουμε για τον Ζακ Πρεβέρ. Ωραίος. Λίγο αναρχικός, λίγο άθεος, λίγο είρωνας, λίγο χιουμορίστας, λίγο επαναστάτης, λίγο απ’ όλα. Και ερωτικός. Γι’ αυτό δεν τον κάνουμε στο σχολείο.

Ρωτώ τη φιλόλογό μας την τρίτη ώρα αν έχει διαβάσει Ζακ Πρεβέρ. Δεν τον έχει ακουστά. Λογικό. Μόνο τον Όμηρο ξέρει – έχουν κοινό την τυφλότητά τους – τούτη δίχως τα γυαλιά της δεν ξεχωρίζει άνθρωπο από δέντρο στα τρία μέτρα. Την ώρα που τη ρωτώ έχω τ’ αυτιά μου στραμμένα προς αυτή (δίχως προσδοκίες) και με τα μάτια διερευνώ τους συμμαθητές μου. Μα ποιος να ξέρει τον Ζακ Πρεβέρ ; Μιλάμε για ηλίθιους. Βλάκες. Ξέρουν το FIFA, το PRO, τους μπάφους, τα σπιντάκια, το youporn. Το Διαμαντίδη του Παναθηναϊκού και το Σαμαρά της Σέλτικ. Τον Κριστιάνο Ρονάλντο και το Μέσι. Ξυρίζουν τα πόδια τους οι περισσότεροι όπως οι ποδοσφαιριστές. Δεν έχουν τατουάζ γιατί φοβούνται τον πόνο οι φλώροι. Εγώ έχω τρία μέχρι στιγμής. Ένα με την Έιμυ Γουάινχαουζ στο εσωτερικό του βραχίονα μου. Ένα ρόδο χαμηλά που το βλέπουν μόνο οι εραστές μου . Και τον αριθμό 95 κάτω απ’τη μασχάλη – η χρονιά που γεννήθηκα.

Το επόμενο πρωινό κι άλλος κόκκινος φάκελος.
Όχι μόνος.
Κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Μικρό, κομμένο ψηλά – σαν από ανθόκηπο. Με τα’ αγκάθια του. Πάνω στο φάκελο, τοποθετημένο διαγώνια. Μα ποιος ρίσκαρε τόσο νωρίς να τον δουν ;
Κι άλλος Ζακ Πρεβέρ.

Τα παιδιά που αγαπιούνται

Τα παιδιά που αγαπιούνται φιλιούνται όρθια
Μπροστά στις νυχτωμένες πόρτες
Και οι περαστικοί τα δείχνουν με το δάχτυλο
Μα τα παιδιά που αγαπιούνται
Δεν είν᾽ εκεί για κανέναν
Και είναι μονάχα η σκιά-τους
Που τρέμει μέσα στη νύχτα
Φουντώνοντας το θυμό των περαστικών
Το θυμό-τους την περιφρόνησή- τους τα γέλια-τους και
τη ζήλεια-τους
Τα παιδιά που αγαπιούνται δεν είν᾽ εκεί για κανέναν
Είναι αλλού πιο μακριά κι από τη νύχτα
Πιο ψηλά κι από την ημέρα
Μέσα στο εκθαμβωτικό φως της πρώτης-τους αγάπης.

Πολύ ωραίο το βρίσκω.
Μα ποιος ;
Σκέφτομαι το γυμναστή – δε μου ‘χει δείξει να έχει τέτοιες γνώσεις ποίησης. Δεν τον λες ρομαντικό. Έχει πλάτες, είναι δυνατός – η Στέφι τον βλέπει και λιγώνεται. Αλλά είναι και λίγο ουρακοτάγκος. Χρήσιμος ηλίθιος.
Έχει και μια φράση η λευκή κόλλα. Με τα ίδια πλαγιασμένα, καλλιγραφικά γράμματα. Αυτά που χρησιμοποιούσε πριν από εξήντα χρόνια ο παππούς μου γράφοντας στη γιαγιά μου πάνω σε κομό με πένα.
«πόσο θα ήθελα να είμαστε εσύ κι εγώ…».

Μα ποιος ;

Και ύστερα πιάνω το βλέμμα του…
Ο μαλάκας.
Έπρεπε να το καταλάβω αμέσως.
Είναι χοντρός. Ψηλός. Σαν ντουλάπα. Έχει λεπτή φωνή κοριτσίστικη όταν μιλά, αναντίστοιχη με τον όγκο του. Είναι αργοκίνητος σαν υπερωκεάνιο σε λιμάνι του Αιγαίου. Είναι άθλιος, Τραγικός. Γεμάτος ακμή στη μούρη.

Του πετώ το τριαντάφυλλο και σκίζω την κόλλα σε κομματάκια.

Μαλάκα. Χοντρέ.

Προτάσσει το χέρι του λες και θα τον πονέσει το τριαντάφυλλο.

Ηλίθιε.
Ηλίθιε.
Εσύ ήσουν ;
Ηλίθιε.
Η έκφραση του μου θυμίζει την έκφραση της Βάλλιας όταν σκοτώθηκε ο αδερφός της με το παπί και το’ μαθε μπροστά μου.

Ηλίθιε.
Βάζω τα κλάμματα και τρέχω στο Καπνιστήριο.
Ηλίθιε. Χοντρέ.
Εσύ ήσουν ;
Εσύ ήσουν ;