Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ο κόκκινος φάκελος





Ήρθε σ’  έναν κόκκινο φάκελο, στο διάλειμμα μεταξύ πρώτης και δεύτερης ώρας. Φυσική και Μαθηματικά. Η καθηγήτρια της φυσικής, πενηντάρα, με δυο γάμους και δυο διαζύγια. O μαθηματικός, πενηντάρης, με ένα γάμο και ένα διαζύγιο. Αν και τόσο μούχλας, που θα μπορούσε να πετύχει το ακατόρθωτο : ένα γάμο και δυο διαζύγια. Αναρωτιόμαστε με τα κορίτσια γιατί δεν τα φτιάχνουν οι δυο τους. Ταιριαστό ζευγάρι. Ο χονδρός και η ηλίθια. Ωραία γαμήλια τελετή. Και σύντομα το διαζύγιο.

Ο κόκκινος φάκελος στο θρανίο μου ήταν αρωματισμένος. Στα 17 μου με έχουν φλερτάρει με κάθε δυνατό τρόπο. Πρόσωπο με πρόσωπο. Επιθετικά – τις νύχτες στα κλαμπ. Με σφηνάκια. Με λουλούδια του Αγίου Βαλεντίνου στο σπίτι. Να τα παραλαμβάνει η μάνα μου και να ονειρεύεται ότι προορίζονται για κείνη. Στο facebook. Στο Messenger. Στο Whats App. Ένας καραγκιόζης πρώην μου, έβαλε πέρυσι μια γυμνή φωτογραφία μου (που κακώς του είχα επιτρέψει να τραβήξει) σε μια σελίδα γνωριμιών μαζί με τον αριθμό του κινητού μου. Είχα κλήσεις ανά ένα λεπτό. Από διάφορες χώρες. Και άλλαξα αριθμό. Το μαλάκα. Ακόμη δεν θα μ’ έχει ξεπεράσει. 

Κοίταξα γύρω μου να κόψω βλέμματα, να εντοπίσω τον αποστολέα. Μπα. Αθώες φάτσες. Ουδείς ύποπτος. Είχα πάει στο Καπνιστήριο στο διάλειμμα μαζί με τη Βάλλια για δυο τρεις τζούρες στα γρήγορα. Το κυλικείο δε μας δίνει καφέ. Είμαι πρόεδρος στο δεκαπενταμελές και έχουμε ζητήσει να μας επιτρέπεται να πίνουμε. Έχουμε ισχυρά επιχειρήματα. Φέτος θα ψηφίσουμε στις εκλογές. Είναι το έτος που κλείνουμε τα δεκαοκτώ. Θα ψηφίσουμε για το Κοινοβούλιο αλλά καφέ δεν έχουμε δικαίωμα να παραγγείλουμε. Έχει την ίδια λογική με το ότι δεν μας πωλούν προφυλακτικά στο Κυλικείο. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν πηδιόμαστε κιόλας.

Έκρυψα τον κόκκινο φάκελο μέσα στο βιβλίο της φυσικής. Στο κεφάλαιο 3.4. (Πυρηνικές αντιδράσεις). Στις σελίδες 92-92. Που, σημειωτέον, είναι εκτός ύλης των πανελλαδικών εξετάσεων. Η Πυρηνική σχάση, η Πυρηνική σύντηξη και το πρόβλημα των πυρηνικών αποβλήτων. Εκτός ύλης τα πιο ενδιαφέροντα (μην και αναπτύξουμε καμιά πασιφιστική, κομμουνιστογενή αντίληψη). Μαλάκες του Υπουργείου Παιδείας. Μαλάκες.

Τον άνοιξα στο επόμενο διάλειμμα. Απλό χαρτί λευκό, μικρού μεγέθους. Όχι Α4. Μα ποιος ;
Χειρόγραφο. Με κόκκινο στιλό, μαρκαδόρο για την ακρίβεια. Με πλαγιασμένα προς τα δεξιά καλλιγραφικά γράμματα, με ενώσεις μεταξύ τους. Συμμετρικά απλωμένα στο χαρτί.

Είμαι αυτή που είμαι
Είμαι φτιαγμένη γι’ αυτό
Όταν κάνω κέφι να γελάσω
Ναι γελάω στα γερά
Άραγε είναι δικό μου λάθος
Αν δεν είναι πάντα ο ίδιος
Που αγαπώ κάθε φορά
Είμαι αυτή που είμαι
Είμαι φτιαγμένη γι’ αυτό
Τι παραπάνω θέλετε
Τι θέλετε από μένα

Είμαι φτιαγμένη για ν’ αρέσω
Και τίποτε δεν το αλλάζει
Τα τακούνια μου είναι πολύ ψηλά
Το μπόι μου είναι μια καμπύλη
Τα στήθια μου πάρα πολύ σκληρά
Τα μάτια μου πάρα πολύ κομμένα
Και ύστερα λοιπόν
Εσάς τι σας πειράζει
Είμαι αυτή που είμαι
Αρέσω σ’ όποιον αρέσω
Εσάς τι σας πειράζει
Αυτό που μου’ χει τύχει
Ναι κάποιον έχω αγαπήσει
Ναι κάποιος μ’ είχε αγαπήσει
Σαν τα παιδιά που αγαπιούνται
Απλά ξέρουν να αγαπούν
Να αγαπούν να αγαπούν…
Γιατί να με ρωτάτε
Είμαι εδώ για να σας αρέσω
Και τίποτε δεν το αλλάζει .


Ανυπόγραφο φυσικά. Με μια φράση όμως :
«για σένα το ‘γραψε ο Ζακ Πρεβέρ – γλυκό μου πλάσμα».

Χαμογέλασα. Μα ποιος

Δεν τον ήξερα τον Ζακ Πρεβέρ.
Και δεν είμαι και γλυκό πλάσμα. Ή μήπως είμαι ;

Έχω μακριά κόκκινα μαλλιά. Είμαι μάλλον ψηλή. Έχω μεγάλα μάτια. Με χρώμα γαλανό έντονο, της θάλασσας του Ιούλη. Όχι ξεβαμμένο. Ένας ασφαλιστής που βγαίναμε πέρυσι το καλοκαίρι στα κρυφά από τη γυναίκα του μ’ έλεγε Νοσφεράτου, από το δαίμονα, μ’ έβρισκε απόκοσμα όμορφη. Γενικά οι άντρες με βρίσκουν όμορφη. Είμαι. Τρελαίνονται για τις καμπύλες μου. Τους κρέμεται η γλώσσα. Λιγούρηδες παντού.

Μα ποιος μου έστειλε ένα ποίημα του Ζακ Πρεβέρ σε κόκκινο φάκελο ; δίχως αίτημα. Δίχως κανένα στοιχείο, ίχνος έστω, για να υποψιαστώ έστω ;

Το είπα στη Βάλλια και τη Στέφι στο επόμενο διάλειμμα (στο Καπνιστήριο). Τους έδειξα το φάκελο και το χαρτί. Είδα τα βλέμματά τους, περιέργεια, έξαψη και μια δόση ζήλειας. Η Στέφι τα έχει με το γυμναστή μας και θεωρεί τον εαυτό της την ωραιότερη του σχολείου, της πόλης, του κόσμου όλου. Τα έχω και εγώ λίγο με το γυμναστή μας – η Στέφι δεν το ξέρει.

Ψάχνουμε στο google με τα κινητά μας. Διαβάζουμε για τον Ζακ Πρεβέρ. Ωραίος. Λίγο αναρχικός, λίγο άθεος, λίγο είρωνας, λίγο χιουμορίστας, λίγο επαναστάτης, λίγο απ’ όλα. Και ερωτικός. Γι’ αυτό δεν τον κάνουμε στο σχολείο.

Ρωτώ τη φιλόλογό μας την τρίτη ώρα αν έχει διαβάσει Ζακ Πρεβέρ. Δεν τον έχει ακουστά. Λογικό. Μόνο τον Όμηρο ξέρει – έχουν κοινό την τυφλότητά τους – τούτη δίχως τα γυαλιά της δεν ξεχωρίζει άνθρωπο από δέντρο στα τρία μέτρα. Την ώρα που τη ρωτώ έχω τ’ αυτιά μου στραμμένα προς αυτή (δίχως προσδοκίες) και με τα μάτια διερευνώ τους συμμαθητές μου. Μα ποιος να ξέρει τον Ζακ Πρεβέρ ; Μιλάμε για ηλίθιους. Βλάκες. Ξέρουν το FIFA, το PRO, τους μπάφους, τα σπιντάκια, το youporn. Το Διαμαντίδη του Παναθηναϊκού και το Σαμαρά της Σέλτικ. Τον Κριστιάνο Ρονάλντο και το Μέσι. Ξυρίζουν τα πόδια τους οι περισσότεροι όπως οι ποδοσφαιριστές. Δεν έχουν τατουάζ γιατί φοβούνται τον πόνο οι φλώροι. Εγώ έχω τρία μέχρι στιγμής. Ένα με την Έιμυ Γουάινχαουζ στο εσωτερικό του βραχίονα μου. Ένα ρόδο χαμηλά που το βλέπουν μόνο οι εραστές μου . Και τον αριθμό 95 κάτω απ’τη μασχάλη – η χρονιά που γεννήθηκα.

Το επόμενο πρωινό κι άλλος κόκκινος φάκελος.
Όχι μόνος.
Κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Μικρό, κομμένο ψηλά – σαν από ανθόκηπο. Με τα’ αγκάθια του. Πάνω στο φάκελο, τοποθετημένο διαγώνια. Μα ποιος ρίσκαρε τόσο νωρίς να τον δουν ;
Κι άλλος Ζακ Πρεβέρ.

Τα παιδιά που αγαπιούνται

Τα παιδιά που αγαπιούνται φιλιούνται όρθια
Μπροστά στις νυχτωμένες πόρτες
Και οι περαστικοί τα δείχνουν με το δάχτυλο
Μα τα παιδιά που αγαπιούνται
Δεν είν᾽ εκεί για κανέναν
Και είναι μονάχα η σκιά-τους
Που τρέμει μέσα στη νύχτα
Φουντώνοντας το θυμό των περαστικών
Το θυμό-τους την περιφρόνησή- τους τα γέλια-τους και
τη ζήλεια-τους
Τα παιδιά που αγαπιούνται δεν είν᾽ εκεί για κανέναν
Είναι αλλού πιο μακριά κι από τη νύχτα
Πιο ψηλά κι από την ημέρα
Μέσα στο εκθαμβωτικό φως της πρώτης-τους αγάπης.

Πολύ ωραίο το βρίσκω.
Μα ποιος ;
Σκέφτομαι το γυμναστή – δε μου ‘χει δείξει να έχει τέτοιες γνώσεις ποίησης. Δεν τον λες ρομαντικό. Έχει πλάτες, είναι δυνατός – η Στέφι τον βλέπει και λιγώνεται. Αλλά είναι και λίγο ουρακοτάγκος. Χρήσιμος ηλίθιος.
Έχει και μια φράση η λευκή κόλλα. Με τα ίδια πλαγιασμένα, καλλιγραφικά γράμματα. Αυτά που χρησιμοποιούσε πριν από εξήντα χρόνια ο παππούς μου γράφοντας στη γιαγιά μου πάνω σε κομό με πένα.
«πόσο θα ήθελα να είμαστε εσύ κι εγώ…».

Μα ποιος ;

Και ύστερα πιάνω το βλέμμα του…
Ο μαλάκας.
Έπρεπε να το καταλάβω αμέσως.
Είναι χοντρός. Ψηλός. Σαν ντουλάπα. Έχει λεπτή φωνή κοριτσίστικη όταν μιλά, αναντίστοιχη με τον όγκο του. Είναι αργοκίνητος σαν υπερωκεάνιο σε λιμάνι του Αιγαίου. Είναι άθλιος, Τραγικός. Γεμάτος ακμή στη μούρη.

Του πετώ το τριαντάφυλλο και σκίζω την κόλλα σε κομματάκια.

Μαλάκα. Χοντρέ.

Προτάσσει το χέρι του λες και θα τον πονέσει το τριαντάφυλλο.

Ηλίθιε.
Ηλίθιε.
Εσύ ήσουν ;
Ηλίθιε.
Η έκφραση του μου θυμίζει την έκφραση της Βάλλιας όταν σκοτώθηκε ο αδερφός της με το παπί και το’ μαθε μπροστά μου.

Ηλίθιε.
Βάζω τα κλάμματα και τρέχω στο Καπνιστήριο.
Ηλίθιε. Χοντρέ.
Εσύ ήσουν ;
Εσύ ήσουν ;



Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑ ΛΑΜΠΙΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ Γ. ΘΕΟΤΟΚΗ




Τα λαμπιόνια στις καστανιές της οδού Γ. Θεοτόκη ταλαντεύονται πέρα δώθε σαν να χορεύουν τουίστ. Ο μαΐστρος έχει δυναμώσει από ώρα και το ψύχος απλώνεται δριμύ στους δρόμους της πόλης. Στα στενοσόκακα πραγματικό ξυράφι. Οι μακριές γενειάδες των άστεγων στέκονται κοκαλωμένες στα βρώμικα πηγούνια τους. Μα τώρα πια έχουν ψοφήσει τα ζωύφια που το καλοκαίρι θέριευαν μέσα τους και τους γεννούσαν φαγούρα ανυπόφορη.

Μερικοί από τούτη τη φυλή του δρόμου έχουν σκαρφιστεί πατέντα γιορτινή : στα φτιαγμένα από ξύλα κάθε λογής, νάιλον, χάρμποτ και άλλα άχρηστα υλικά από τις μάντρες της Γαρίτσας παραπήγματά τους έχουν κρεμάσει λαμπιόνια. Μαζεύτηκαν το ίδιο πρωινό σε συνέλευση και συνεργάστηκαν αρμονικά για να φωτίσουν την μικρή πολιτεία των αστέγων. Καλώδια ξεκρεμάστηκαν από κλαδιά, τεντώθηκαν όσο πάει και ιδού ο αυτοσχέδιος φωτισμός. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν φωτιστεί στο εσωτερικό τους τούτες οι άμορφες παράγκες. Μια νεαρή άστεγη από άγνωστη φυλή θηλάζει το μωρό της, φασκιωμένο με μια πετσέτα θαλάσσης διαφημιστική, που προφανώς είχε πάρει στην Ευεργεσία του Δήμου που οργάνωσαν το φθινόπωρο οι Χορηγοί. Δίπλα της ο πατέρας του μωρού κοιτάζει δίχως να μιλά σαν να μετρά τα εκατοστόλιτρα του γάλακτος. Ή σαν να παραφυλά μην δραπετεύσει καμιά πολύτιμη σταγόνα. Το μωρό είναι ήσυχο. Πάντα τα μωρά των άστεγων είναι ήσυχα – λες και τα μαθαίνουν καλούς τρόπους. 

Το πλιάτσικο του δημοτικού ρεύματος ήταν το χαριστικό κτύπημα στην ανοχή που τους επεδείξαμε. Κι ας είναι η κλοπή του ηλεκτρισμού τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο ηλεκτρισμός. Στο πρωινό Συμβούλιο είχε ληφθεί η απόφαση της εκκαθάρισής τους. Και μου ανετέθη εμένα, ως Αρχηγού της Δημοτικής Αστυνομίας το έργο. Η πόλη πρέπει να είναι καθαρή για τις γιορτές. Έρχονται εκλογές και ο Κυβερνήτης θα είναι και πάλι υποψήφιος. Σε τούτη τη δημοκρατία οι άστεγοι από καιρό δεν ψηφίζουν, δεν πληρούν άλλωστε καμιά από τις προϋποθέσεις. Δεν είναι καταρχήν οικονομικώς τακτοποιημένοι πολίτες. Χρωστούν φόρους. Οι περισσότεροι έχουν σωρεύσει οφειλές, που θα έπρεπε να ζήσουν τρεις ζωές για να ξοφλήσουν. 

Από τότε που χωρίστηκε η πόλη μας στις Ζώνες έχουν λυθεί τα περισσότερα προβλήματα που προκαλούσαν οι άστεγοι. Στη Ζώνη Ω τους έχει επιτραπεί να κινούνται ελεύθερα. Δεν τους ζητάμε άδειες για να στήσουν παραπήγματα. Μερικοί έχουν κατορθώσει να βρουν χωμάτινες επιφάνειες και έχουν φυτεύσει λαχανικά. Είχε φτάσει στην Υπηρεσία η πληροφορία ότι μία οικογένεια είχε κλέψει από κάποιον κτηνοτρόφο της Ζώνης Γ κότες και μάλιστα σπάνιες, από εκείνες που κάνουν ακόμη αβγά. Και έλεγαν μάλιστα ότι τ’ αβγά τα μοιράζουν με τη σειρά στα παιδιά όλων των οικογενειών της Φυλής τους, με προτεραιότητα σε όσα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη  λόγω της ασιτίας τους. Ο Κυβερνήτης κάνει τα στραβά μάτια, παρότι του το έχουμε επισημάνει με έγγραφες αναφορές. Οι δωρεές εκτός του πλαισίου των θεσμοθετημένων Ευεργεσιών απαγορεύονται ρητώς (με Διάταγμα) εδώ και χρόνια. Και είναι σωστό αυτό, αφού οι Οικονομολόγοι έχουν γνωματεύσει ότι δωρεές δίχως κεντρικό προγραμματισμό από το Κυβερνείο στρέφονται ευθέως κατά της ελεύθερης αγοράς και καταστρέφουν τον υγιή ανταγωνισμό. 

Όμως τούτη η κατάσταση στη Γ. Θεοτόκη δεν ήταν δυνατόν πλέον να είναι ανεκτή. Τα καταστήματα έχουν αγοραστεί εξ ολοκλήρου μετά το Κραχ του 2014 από τη μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής πώλησης ηλεκτρονικών ειδών του πλανήτη και αμέσως μετά τα Χριστούγεννα θα αρχίσουν τα μεγάλης κλίμακας κατασκευαστικά έργα που θα μετατρέψουν τούτο το δρόμο από παραγκούπολη σε παραμυθούπολη. Μεγάλες διαφημίσεις έχουν τοποθετηθεί σε καίρια σημεία της πόλης. Οι οικονομικά τακτοποιημένοι πολίτες αδημονούν να ξεχυθούν στη νέα οδό μόλις θα λειτουργήσει η νέα αγορά. Λένε μάλιστα ότι τέτοιες εκπτώσεις στις τιμές των προϊόντων δεν θα έχουν ξαναγίνει σε τούτη την πόλη.

Τούτη τη νύχτα έχω οργανώσει την επιχείρηση άρτια – όπως πάντα. Έχω ογδόντα άνδρες πλήρως εξοπλισμένους με στολές χημικού πολέμου και ράβδους ηλεκτροσόκ. Έχω έξι περιπολικά οχήματα με ερπύστριες και κόκκινους φάρους από την περυσινή παραλαβή. Έχω τρεις εκσκαφείς. Ένα γερανοφόρο. Τέσσερα μεγάλα φορτηγά που θα κάνουν παιχνιδάκι την αποκομιδή. Δυο ειδικά πλυστικά οχήματα της Υπηρεσίας Εκκαθάρισης, από εκείνα που διαθέτουν ειδικά φίλτρα απολύμανσης από ζωικά μικρόβια – τα ειδικά φίλτρα που χάρισαν το Νόμπελ Χημείας πριν τέσσερα έτη στον εφευρέτη τους.

Η αυγή θα βρει την οδό Γ. Θεοτόκη να λάμπει από καθαριότητα. Θα επιδιορθωθεί ο στολισμός όπου έχει καταστραφεί από τους άστεγους. Θα αλλάξει όψη ο δρόμος. Οι μαγαζάτορες θα εργαστούν κανονικά στο εικοσιτετράωρο εορταστικό ωράριο των επόμενων ημερών και θα συγκεντρώσουν το τελευταίο τους κομπόδεμα πριν παραδώσουν τα κτίσματά τους στην υπό ανέγερση παραμυθούπολη και λάβουν τον Έπαινο Προσφοράς στην Αγορά της Πόλης από τον Κυβερνήτη σε ειδική τελετή. 

Φορώντας μαύρο σκούφο και μαύρη κάπα μες στην ανωνυμία μου περπατώ ανάμεσα στους άστεγους (η μάνα έχει σταματήσει να θηλάζει το μωρό της από ώρα) και φτάνω στο φυλάκιο της Ευγ. Βουλγάρεως. Ξέρω ότι μόλις δώσω το Σήμα θα ξεκινήσουν τα οχήματα της επιχείρησης από το Κέντρο Δράσης του Νέου Λιμανιού. Απολαμβάνω τα τελευταία λεπτά της αρμονίας πριν το σάλαγο και μετρώ ψυχές – δεν θα ‘ναι πάνω από τριακόσιοι οι άστεγοι. Αν και πολλοί υπερβαίνουν το μέγιστο επιτρεπόμενο αριθμό ανά παράπηγμα.

Κλείνω το μάτι στο διαβιβαστή του φυλακίου και σαν ν’ ακούγω τους κινητήρες που παίρνουν μπρος στο Νέο Λιμάνι. 

Την ίδια στιγμή κλείνουν τα Μεταλλικά Τείχη παντού, στην Αγίας Σοφίας, στη Μαντζάρου. Και οι άστεγοι αλαφιασμένοι αντιλαμβάνονται ότι θα γίνει επέμβαση και αρχίζουν να στήνουν δικά τους οδοφράγματα – μερικοί αγουροξυπνημένοι, άλλοι πιο έτοιμοι - πιο έμπειροι. Δεν θα προλάβουν, βέβαια, διότι σε τέσσερα λεπτά της ώρας η ομάδα μου θα διασχίζει ανάποδα τη Στ. Δεσύλλα και σε μιαν ώρα θα έχουν όλα τελειώσει. Κάποιος πετά μια μολότοφ προς το μέρος μας και εκτελείται από τους σκοπευτές που έχω τοποθετήσει στην ταράτσα του παλιού κινηματογράφου.  Το πρώτο αίμα.

Δε σκέφτομαι το μωρό που θήλαζε νωρίτερα.

Δεν σκέφτομαι τον πατέρα που μετρούσε το γάλα, ίσως ο αχρείος να το ζήλευε κιόλας.

Με περιμένει μία ακόμη εύφημος μνεία από τον Κυβερνήτη για το έργο μου.


Μαγεμένος κοιτώ τα λαμπιόνια στις καστανιές της Γ. Θεοτόκη να χορεύουν τουίστ, στο φύσημα του ανέμου, τούτη τη γιορτινή νύχτα.





Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ ΓΡΑΜΜΑ



ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ ΓΡΑΜΜΑ

Αγαπημένη μου,
Δεν περίμενα ποτέ ότι θα υποχρεωθώ να σου γράψω τούτα τα λόγια μετά από εννέα ολόκληρα χρόνια που οι ζωές μας είναι ενωμένες. Με αυτό το μαγικό τρόπο που δένονται οι ερωτευμένοι, σαν να βαδίζουν στη ζωή σε γραμμές που βαίνουν παράλληλα απ’ τη μια και από την άλλη τέμνονται τόσο γλυκά. Και συχνά. Συνεχώς, που λες κι εσύ.
Ξέρεις καλά, ξέρεις βαθιά θα έλεγα, το πάθος μου για σένα. Με τη συναισθηματική έννοια της γνώσης. Το έχεις νιώσει, το έχεις βιώσει, έχουμε γελάσει με αυτό, έχουμε κλάψει με αυτό, μ’ έχεις χτυπήσει γι’ αυτό όταν ήμουν άτακτος και μουρντάρης. Έχουμε ζήσει μαζί όλο το φάσμα των συναισθημάτων του έρωτα, απ’ τον ενθουσιασμό και την προσδοκία της πρώτης συνάντησης, το αρχικό ρίγος της συνειδητοποίησης, τη δίψα της νύχτας, τη φρεσκάδα των πρώτων μηνών, την ενστικτώδη έλξη που μας διαπερνούσε καθ΄ όλο το εικοσιτετράωρο.
Θυμάσαι σίγουρα που γινόμαστε ένα οπουδήποτε, στο δρόμο, στις τουαλέτες απ’ τα μπαρ (και κείνο το καράβι της γραμμής), στο αυτοκίνητο, στη μηχανή, στο σινεμά. Στο δωμάτιό σου με τους γονείς σου μέσα. Στο δικό μου στα γενέθλιά μου με όλους να μας περιμένουν στο σαλόνι. Να βγαίνουμε και να είναι τα μάγουλά σου αναψοκοκκινισμένα και τα μάτια σου συγκινημένα. Και μένα να μη μου βγαίνει λέξη από την εξάντληση και την πληρότητα.
Θυμάσαι που αγοράσαμε το σπίτι μας και όταν κλείσαμε τη συμφωνία ζητήσαμε από το μεσίτη να μας αφήσει για δυο ώρες τα κλειδιά να το μελετήσουμε, να μετρήσουμε τις διαστάσεις, να δούμε εάν χωρούν τα έπιπλά μας και πώς θα τα τοποθετήσουμε και τελικά, μελέτησα το σώμα σου, το μέτρησα και τοποθετηθήκαμε εμείς σε κάθε γωνιά του.
Αναμνήσεις, αγαπημένη μου, που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Αισθήματα, που δεν θα ξαναζήσω ποτέ ίσως.
Και αγαπηθήκαμε τόσο βαθιά, σ’ αγάπησα περισσότερο και από τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Είδα σε σένα την άδολη μητρική τρυφερότητα, την συγκινημένη πατρική περηφάνια, την αδερφική λατρεία. Ένιωσα κάθε είδος αγάπης από εσένα, γλυκιά μου, το ξέρεις – και νομίζω ότι το ίδιο ένιωσες κι εσύ από εμένα.
Σου’ χα μιλήσει για τον έρωτα του παππού μου και της γιαγιάς μου, που έζησαν εξήντα εννιά χρόνια μαζί, από μικρά παιδιά μέχρι τα γεράματα τους. Που έζησαν κάθε ημέρα μαζί και κάθε νύχτα, σαν ιδανικό του συντροφικού έρωτα. Θυμάμαι τη γνήσια συγκίνηση στα μάτια σου. Θυμάμαι τη σιωπηρή μας συμφωνία, να φτιάξουμε κι εμείς έναν τέτοιον έρωτα, να τον διηγούνται τα εγγόνια μας. Να διαιωνίζεται ως ιδανικό – στο διηνεκές. Από κληρονόμοι να γίνουμε κληρονομούμενοι. Να κάνουμε τους απογόνους μας πλούσιους.
Αγαπημένη μου, είναι πολύ δύσκολο.
Αρνούμαι να συνεχίσω να γράφω.
Θα προσπαθήσω αργότερα.
Πέρασαν είκοσι ημέρες από τα παραπάνω, αγαπημένη μου, ήταν Φλεβάρης και είναι Μάρτης πια. Αλλά δεν πρέπει να καθυστερήσω άλλο.
Έχεις απορήσει γιατί αργώ τα βράδια να γυρίσω απ΄ τη δουλειά. Με ρωτάς τόσο αθώα που θέλω ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.  Επικαλούμαι το φόρτο, από τη μια έχω να κάνω εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α., την άλλη προέκυψε ως πελάτης εκείνος ο επιχειρηματίας με τα νυκτερινά μαγαζιά, ε, έπρεπε να επισκεφτώ και την επιχείρηση, ήμουν τύπος και υπογραμμός πάντως, εν τάξει.
Αναγκάζομαι απ΄ τις τύψεις και τις ενοχές μου να σου εκμυστηρευτώ ότι ποτέ δεν πήγα σε αυτό το μαγαζί με τις κυρίες που χορεύουν. Καλύτερα, βέβαια για μας, να είχα πάει εκεί. Από αυτό που πράγματι συμβαίνει. Σε παραξενεύω αλλά πρέπει να σε προϊδεάσω κιόλας κάπως. Ειδάλλως θα σε πληγώσω ακόμη περισσότερο. Είναι αδύνατον να φτάσω κατευθείαν στο ψητό. Δεν μπορώ.
Όταν δεν απαντώ στις κλήσεις σου τα πρωινά, σου λέω ότι είμαι πάντα στην Εφορία. Αλήθεια είναι. Μόνο που τις περισσότερες φορές θα μπορούσα να το σηκώσω, δεν απαγορεύεται απ΄ το νόμο, διάβολε. Ελπίζω να μην σ’ έκανα να νιώθεις άβολα, ότι με ενοχλείς, ότι με απασχολείς.
Η αλήθεια είναι ότι με ενοχλούσες και με απασχολούσες - αλλά όχι επειδή με αποσπούσες από τη δουλειά.
Αγάπη μου, το Σεπτέμβριο ήρθε στην Εφορία με μετάθεση από την Αθήνα η Ρόζα. Τελείωσε κι εκείνη το Οικονομικό της Νομικής, είμαστε συμφοιτητές αλλά δεν την είχα γνωρίσει τότε. Ούτε κι εσύ. Ήταν ένα έτος μικρότερη στη σχολή, παρότι και οι τρεις έχουμε την ίδια ηλικία. Είναι μελαχρινή με ίσια μαλλιά, ύψος κανονικό. Οι καμπύλες της μοιάζουν με τις δικές σου. Τα μάτια της είναι καστανά αλλά την πειράζω ότι είναι μαύρα, τσακίρικα. Ξέρεις το αστείο, που φλερτάρω τις κυρίες στις υπηρεσίες για να κάνω τη δουλειά μου. Το έχουμε αναλύσει, στην αρχή σε ενοχλούσε, μετά σε ενοχλούσε πάλι, στο τέλος σε ξανά μανά ενοχλούσε αλλά στο τέλος το αποδέχτηκες. Ξέρεις ότι με βοηθά στη δουλειά μου, αυτά είναι μέσα στη ζωή, ένας τρόπος ενσωμάτωσης κοινωνικής και αποτελεσματικότητας επαγγελματικής δια του φλερτ, που ανοίγει πόρτες κ.λπ.
Με τη Ρόζα μου άνοιξαν πράγματι οι πόρτες. Το πρόβλημα είναι ότι μου άνοιξε και την πόρτα του αυτοκινήτου της και μετά από είκοσι λεπτά του σπιτιού της. Το Σεπτέμβριο. Πέρασαν ήδη έξι μήνες και μου φαίνεται σαν χθες. Θεέ μου, σαν χθες.
Αγαπημένη μου, δε μπορούσα ν’ αντισταθώ. Δεν ήταν σαν τις άλλες δυο φορές, εκείνες ήταν ένα λάθος και ξέρεις καλά ότι δεν επανελήφθησαν, ήταν της στιγμής, τίποτε απολύτως το σπουδαίο ή αξιομνημόνευτο, τη μια ήμουν και μεθυσμένος.
Αγαπημένη μου, τούτη τη φορά θα ήταν λάθος εάν δεν επαναλαμβανόταν.
Δυστυχώς για μένα, όχι για σένα, εσύ θα είσαι καλύτερα χωρίς εμένα διότι αποδεικνύεται ότι είμαι απλά ηλίθιος, ανίκανος, ανήθικος, επικίνδυνος. Δολοφόνος συναισθημάτων. Εγκληματίας καθ΄ έξιν και καθ’ υποτροπήν, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση. Κατά συρροή. Και όλα αυτά που λένε τα κοράκια οι δικηγόροι.
Η τρίτη φορά που σε απάτησα όμως ήταν η φαρμακερή.
Το ξέρω γιατί δεν είναι απόφαση της στιγμής, γραμμένη με τους χυμούς του έρωτα. Έχει γίνει και η απόσταξη. Έχουμε στεγνώσει. Το μυαλό μου είναι καθαρό τώρα που στα γράφω. Δεν είναι ποτέ καθαρό, θα μου πεις γελώντας μ’ εκείνο το βλέμμα – αλλά είναι και πάντα. Και μετά θα με φιλήσεις. Έτσι γινόταν μεταξύ μας.
Αγαπημένη μου, έφυγα ξαφνικά χθες βράδυ απ΄ το σπίτι γιατί δεν άντεχα να κοιμηθώ μακριά της. Στους έξι μήνες κοιμήθηκα μαζί της μόνον εκείνη την εβδομάδα που πήγα στην Αθήνα για τα σεμινάρια στα νέα λογιστικά πρότυπα των ανωνύμων εταιρειών. Ήταν πολύ ενδιαφέροντα τα σεμινάρια. Απ’ όσα μου είπαν. Γιατί εγώ δεν πάτησα το πόδι μου, αγαπημένη μου. Στο ξενοδοχείο έμεινα κατά βάση. Στην Ακρόπολη, στο Σούνιο, σ’ εκείνη τη μικρή βυζαντινή εκκλησία στις παρυφές του Φιλοπάππου που λέγαμε κάποτε να παντρευτούμε, εάν άλλαζε το νομοθετικό πλαίσιο και μπορούσαμε να κάνουμε πολιτικό γάμο σε εκκλησία. Μετά την επανάσταση, βεβαίως. Και από αντίδραση θα ζητούσαμε εναλλακτικά να κάνουμε (μετά την επανάσταση και πάλι) θρησκευτικό γάμο στο Δημαρχείο.
Την πήγα κι εκεί τη Ρόζα, αγαπημένη μου. Εκατόν εβδομήντα ώρες ήμουν συνεχώς μαζί της.
Κι εσύ με τη γλυκύτητά σου μου κορνίζαρες το Πιστοποιητικό Συμμετοχής στο σεμινάριο όταν επέστρεψα, το οποίο μου έδωσαν μόνον και μόνον επειδή πλήρωσα τη συμμετοχή. Ωραίες πιστοποιήσεις. Θα μπορούσα και για σένα να πάρω μια, αγαπημένη μου. Και για τη μάνα μου. Σκέφτηκα για πλάκα (γελούσαμε με τη Ρόζα) να πάρουμε και μια στο όνομα του Καρλ Μαρξ ή του Άνταμ Σμιθ ή και του Υπουργού Οικονομικών μας. Τόσο άχρηστοι οι διοργανωτές.
Αγαπημένη μου, η Ρόζα ήξερε απ’ την αρχή ότι είμαστε μαζί. Το αποδέχτηκε. Δε μου ζήτησε ποτέ να σε χωρίσω, ακόμη και όταν κατέθεσε την αίτηση για το συναινετικό διαζύγιο με τον άνδρα της. Εκείνος το πήρε ψύχραιμα. Ήταν σε κρίση, μου έχει πει, έμεινε και στην Αθήνα, θα βαρέθηκε να περιμένει τη μετάθεση για οικογενειακή συνένωση κάνα δυο χρόνια, παιδιά δεν έχουν. Την επόμενη εβδομάδα θα γίνει το δικαστήριο τους.
Εμείς δεν παντρευτήκαμε τελικά. Μου φαίνεται περίεργο με τόση αγάπη ότι το αμελήσαμε. Ακόμη και τώρα ίσως έπρεπε να παντρευτούμε και να χωρίσουμε μετά επί τούτου. Η σχέση μας άξιζε να επιστεγαστεί με έναν γάμο. Πανηγυρικό.
Μετά θα τρέχαμε όμως, ζωή μου.
Θα τρέχαμε και θα παιδευόμαστε.
Και μπορεί να γινόμαστε σκληροί και επιθετικοί ο ένας με τον άλλο.
Ειδικά αν είχαμε κρατήσει εκείνο το μωρό, στα είκοσι δύο μας, θα είχαμε διαλύσει τις ζωές μας.
Θα είχαμε πιθανώς διαλύσει και τη ζωή εκείνου του παιδιού. Τέλος πάντων, δεν ξέρω.
Αγαπημένη μου, με τη Ρόζα έχουμε ήδη βρει σπίτι. Θυμάσαι εκείνη τη μικρή μονοκατοικία δίπλα στο Μουσείο Θαλάσσης ; Τελικά, επειδή δεν το αγοράσαμε εμείς (ούτε κάποιος άλλος) ο ιδιοκτήτης το έβγαλε στην αγορά και για ενοικίαση. Το νοικιάσαμε. Το συμφωνητικό στο όνομα της Ρόζας. Έχω ήδη φυτέψει το γκαζόν, σε έναν μήνα θα έχει στρωθεί στην αυλή, δίπλα στην πισίνα.
Θέλω να αντιμετωπίσεις ψύχραιμα την κατάσταση, αγαπημένη μου.
Θέλω να δεις τούτη την εξέλιξη σαν καινούρια αρχή και για σένα.
Με γνωρίζεις τόσο καλά, καλύτερα από τη μάνα μου, ξέρεις ότι θα έχω πάντα ενοχές για τον τρόπο που τελειώνουμε.
Ξέρεις όμως ότι οι αναμνήσεις και η γλυκύτητα δεν θα σβήσουν ποτέ. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Τίποτε απ’ ότι ζήσαμε. Και ας μη συνεχίζουμε να το ζούμε.
Σε μια ώρα θα τα συζητήσουμε από κοντά.
Λυπάμαι που όλα τα σημειώματα, τα ποστ – ιτ στην πόρτα του ψυγείου, τα ποιήματα σε αρωματισμένες κάρτες μέσα στα εσώρουχά σου, τα γράμματα που σου έστελνα με το ταχυδρομείο κι ας μέναμε στο ίδιο σπίτι (θυμάσαι τη φορά που γελούσαμε οι δυο μας με τον ταχυδρόμο κι εκείνος μαζί μας, αφού μας είχε πάρει για χαζούς ; ) θα σου δημιούργησαν προσδοκίες και τούτη τη φορά ότι θα σου έχω γράψει κάτι τρυφερό.
Δεν είχα όμως άλλον τρόπο να το κάνω – νομίζω ότι τούτο το γράμμα είναι εντός του πλαισίου του τρόπου επικοινωνίας μας και δεν θα σε ξενίσει ο τύπος.
Για την ουσία θα ήθελα μόνον να μπορούσα να κάνω αλλιώς αλλά το πώς λειτουργεί η καρδιά το ξέρεις καλύτερα και από εμένα.
Σ’ ευχαριστώ για όσα ζήσαμε.
Σ’ αγαπώ.
Και θα σ’ αγαπώ για πάντα.
Ακόμη και εάν με μισήσεις για τούτο το μικρό αστείο της φανταστικής μου ιστορίας.
Δεν υπάρχει Ρόζα στην Εφορία μας – ούτε στη ζωή μου.
Επειδή εξ αρχής ξέραμε ότι εμείς οι δυο θα παντρευτούμε.
Μα στην πορεία υπήρξε τόσο δεδομένος ο γάμος μας, το ίδιο η αναμονή και η προσδοκία του, που μας φάνταζε σαν τετελεσμένο γεγονός.
Ειλικρινά, γλυκιά μου, κάποιες φορές ξεχνούσα ότι θα παντρευτούμε μια μέρα, ότι θα σου πάρω μονόπετρο και θα γονατίσω μπρος σου συγκινημένος αναμένοντας εκείνο το βλέμμα. Το είχα σκεφτεί τόσες φορές που θεωρούσα ότι έγινε ήδη.
Γι’ αυτό και μόνον σκέφτηκα ότι για να σε εκπλήξω θα πρέπει να είμαι παιχνιδιάρης.
Κάπου είχα διαβάσει ότι το πώς νιώθουμε είναι διανυσματικό.
Οπότε σκέφτηκα να σε ταξιδέψω στο ναδίρ για να μεγαλώσει η απόσταση μέχρι το ζενίθ και να μεγαλώσουμε λίγο τη χαρά.
Τώρα που διαβάζεις τούτο το γράμμα είμαι ήδη στην πλαγιά πάνω απ΄ την παραλία μας και σε περιμένω.
Σου έχω αφήσει το αυτοκίνητο και πήρα τη μηχανή.
Μην αργήσεις αγαπημένη μου.
Σε λίγο δύει ο ήλιος .